-
1 έχθιστος
-
2 ἔχθιστος
-
3 ἔχθιστος
ἔχθιστος, superlat. zu ἐχϑρός, von τὸ ἔχϑος abgeleitet, der verhaßteste, feindseligste; Il. 5, 890; Pind. Ol. 8, 69; Aesch. Prom. 37, u. sonst bei Tragg., wie in Prosa; τὰ ἔχϑιστα ὄντα ἐν τῷ σώματι φίλα ποιεῖν Plat. Conv. 186 d; gew. c. dat., z. B. μετὰ Θηβαίων τῶν ἡμῖν ἐχϑίστων Thuc. 2, 72; – c. gen., Xen. πρὸς τοὺς ἐκείνου ἐχϑίστους, An. 3, 2, 5. Bei Luc. Tragod. 245 auch ἐχϑίστατος.
-
4 εχθιστος
31) крайне враждебный, весьма неприязненныйοἱ ἐκείνου ἔχθιστοι Xen. — его смертельные враги;
ὡς δ΄ ἐχθροὴ καὴ ἔχθιστοι, πάντες ἴστε Thuc. — что (афиняне нам) враги, и враги смертельные, все вы знаете2) внушающий пламенную ненависть, крайне ненавистный(Θερσίτης ἔ. Ἀχιλῆϊ Hom.; ἔ. θεοῖς Aesch.)
ἔ. ὁρᾶν Soph. — один вид которого возбуждает страшную ненависть -
5 ἔχθιστος
1 hatefulἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον ἔχθιστον O. 8.69
ἐχθίστοισι ψεύδεσιν P. 4.99
τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον καλύψαι τ' ἀμάχανον ἀλλοτρίαισι γλώσσαις P. 11.26
-
6 ἔχθιστος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἔχθιστος
-
7 ἔχθιστος
ἔχθιστος, der verhaßteste, feindseligste -
8 έχθιστος
η, ον ненавистный, мерзкий, отвратительный -
9 ἔχθιστος
A most hateful,Ἀχιλῆϊ Il.2.220
;ἔ. δέ μοί ἐσσι θεῶν 5.890
, etc.;τὸν θεοῖς ἔ. θεόν A.Pr.37
;ἔ. ὁρᾶν S.Aj. 818
;ἔ. γεγώς E.Med. 467
.2 most hostile,τῶν ἡμῖν ἐχθίστων Th.2.71
;ὡς δὲ ἐχθροὶ καὶ ἔ., πάντες ἴστε Id.7.68
: c. gen., οἱ ἐκείνου ἔ. his bitterest enemies, X.An.3.2.5: Luc. has alsoἐχθίστατος Trag.246
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔχθιστος
-
10 τρις-έχθιστος
τρις-έχθιστος, das verstärkte ἔχϑιστος, der Allerverhaßteste, Phryn. in B. A. 65. ·
-
11 έχθιστ'
ἔχθιστα, ἔχθιστοςmost hateful: neut nom /voc /acc plἔχθιστε, ἔχθιστοςmost hateful: masc voc sgἔχθισται, ἔχθιστοςmost hateful: fem nom /voc pl -
12 ἔχθιστ'
ἔχθιστα, ἔχθιστοςmost hateful: neut nom /voc /acc plἔχθιστε, ἔχθιστοςmost hateful: masc voc sgἔχθισται, ἔχθιστοςmost hateful: fem nom /voc pl -
13 εχθίστω
ἔχθιστοςmost hateful: masc /neut nom /voc /acc dualἔχθιστοςmost hateful: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————ἔχθιστοςmost hateful: masc /neut dat sg -
14 ἐχθρός
ἐχθρός (vgl. ἔχϑω, ἔχϑος), verhaßt, verfeindet, zuwider, von Personen u. Sachen, ἐχϑρὸς γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀίδαο πύλῃσιν Il. 9, 312, ἐχϑρὰ δέ μοι τοῠ δῶρα ibd. 378, ἐχϑρὸν δέ μοί ἐστιν – μυϑολογεύειν Od. 12, 452; λοιδορῆσαι ϑεοὺς ἐχϑρὰ σοφία Pind. Ol. 9, 41; ἐχϑρος ϑεοῖσιν Ar. Nub. 581; Folgde. – Plat. ϑεοῖς ἐχϑρὸς ὁ ἄδικος, Rep. I, 352 b; auch im milderen Sinne, unangenehm. – Feindselig gesinnt, feindlich, Tragg. u. Prosa, Ggstz von φίλος, φίλον τέως, νῠν δ' ἐχϑρὸν ὡς φαίνει κακόν Aesch. Ch. 987 (wie Ammon. ἐχϑρός erkl. ὁ πρότερον φίλος, δυςμενής aber ὁ χρόνιον πρὸς τόν ποτε φίλον τὸ μῖσος διατηρῶν καὶ δυςδιαλλάκτως ἔχων; über den Unterschied von πολέμιος s. dieses); ἐρίζουσι δὲ οἱ διάφοροι καὶ ἐχϑροὶ ἀλλήλοις Plat. Prot. 327 b, ἦν τῷ Ἄγιδι ἐχϑρός Thuc. 8, 45; auch c. gen., Pind. Ol. 7, 90, wie. Xen. Cyn. 13, 12; ἑαυτοῦ Thuc. 4, 47; ὁ ἐχϑρός, der Feind, ὁ Διὸς ἐχϑρός Aesch. Prom. 120; Folgde. – Adv. ἐχϑρῶς, feindselig, μισεῖν Plat. Legg. III, 679 d; Xen. u. Folgde. – Comparat. ἐχϑίων u. superlat. ἔχϑιστος s. oben. – Die regelmäßige Form ἐχϑρότερος Sinmonds. 58 (V, 161) Antip. Th. 49 (VII, 640) u. öfter in der Anth., auch Dem. prooem. 40, der auch im adv. ἐχϑροτέρως σ χήσειν.sagt, 5, 18; ἐχϑρότατος Pind. N. 1, 64 (aber Ol. 8, 69 ἔχϑιστος); ϑεοῖς ἐχϑρότατον βροτῶν Soph. O. R. 1346; Plat. epigr. 8 (VI, 43), u. öfter in der Anth.
-
15 εχθιστατος
-
16 έχθιστον
-
17 ἔχθιστον
-
18 εχθίστα
ἐχθίστᾱ, ἔχθιστοςmost hateful: fem nom /voc /acc dualἐχθίστᾱ, ἔχθιστοςmost hateful: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
19 ἐχθίστα
ἐχθίστᾱ, ἔχθιστοςmost hateful: fem nom /voc /acc dualἐχθίστᾱ, ἔχθιστοςmost hateful: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
20 εχθίστας
ἐχθίστᾱς, ἔχθιστοςmost hateful: fem acc plἐχθίστᾱς, ἔχθιστοςmost hateful: fem gen sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἔχθιστος — most hateful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχθιστος — η, ο (ΑΜ ἔχθιστος, ίστη, ον και παράλλ. τ. ἐχθίστατος, άτη, ον) ο μισητός σε πολύ μεγάλο βαθμό, μισητότατος (α. «ἔχθιστος δ Ἀχιλῆϊ», Ομ. Ιλ. β. «μιαροὶ καὶ θεοῑς ἐχθίστατοι», Λουκιαν.) αρχ. ο εχθρικότατα διακείμενος («ὡς δὲ ἐχθροὶ καὶ ἔχθιστοι,… … Dictionary of Greek
ἐχθίστω — ἔχθιστος most hateful masc/neut nom/voc/acc dual ἔχθιστος most hateful masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθίστων — ἔχθιστος most hateful fem gen pl ἔχθιστος most hateful masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθίστως — ἔχθιστος most hateful adverbial ἔχθιστος most hateful masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχθιστον — ἔχθιστος most hateful masc acc sg ἔχθιστος most hateful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθίσταις — ἔχθιστος most hateful fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθίστη — ἔχθιστος most hateful fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθίστην — ἔχθιστος most hateful fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθίστης — ἔχθιστος most hateful fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχθίστοιο — ἔχθιστος most hateful masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)