-
1 μεταχειρίζω
μεταχειρ-ίζω, [tense] aor. - εχείρισα Hdt.3.142, etc.: but more freq. in [voice] Med. [suff] μεταχειρ-ίζομαι: [dialect] Att. [tense] fut. - ιοῦμαι Lys.24.10, Pl.R. 410b: [tense] aor. - εχειρισάμην Ar.Eq. 345, etc., rarely - εχειρίσθην Pl.Phdr. 277c: [tense] pf. - κεχείρισμαι (v. infr. 6):—A take in hand, handle,σκῆπτρον E.Fr.912.7
(anap.), cf. Phld. Rh.1.225 S.:—[voice] Med., Hdt.2.121.ά, Pl.Phdr. 240e: always c. acc. (the gen. in Id.R. 417a belongs only to ἅπτεσθαι, and in Id.Prm. 130d ὧν <τι> shd. be read).2 have in hand, administer, [ χρήματα] Hdt.3.142:—[voice] Med.,Πηνελόπης ἱστὸν μεταχειριζομένης Pl.Phd. 84a
, cf. Luc.Ind.29;τὰς μεγίστας ἀρχὰς μ. Pl.Ti. 20a
.3 manage, conduct, τὰ περὶ τὰς ναῦς, τὸν πόλεμον, τὰ δημόσια, Th.1.13, 4.18, 6.16; πρᾶγμα ὀξέως μ. ib.12:—[voice] Med.,μεταχειρίσασθαι πρᾶγμα Ar.Eq. 345
; ; ὁ νοῦς τὸ σῶμα μ. governs it, X.Mem.1.4.17.4 practise, pursue an art, study, etc., μεταχειρίζεσθαι μουσικήν, φιλοσοφίαν, παιδείαν, Pl.Plt. 268b, R. 497d, Lg. 670e, cf. Men. 81a, X.Vect.5.4, etc.5 c. acc. pers., deal with, : usu. with Adv. added, handle, treat,χαλεπῶς τινας μ. Th.7.87
:—[voice] Med.,τινὰς ὠμῶς μεταχειρίζεσθαι D.24.171
(soὡς ἀλυπότατα μ. πάθος Lys.24.10
); treat, of physicians, Pl.R. 408d.b dispatch, kill, Hadr.Rh.p.45 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταχειρίζω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский