-
1 merci
ευχαριστώ -
2 remercier
ευχαριστώ -
3 děkovat
ευχαριστώ -
4 děkuji
ευχαριστώ -
5 dík
ευχαριστώ -
6 poděkování
ευχαριστώ -
7 thank
ευχαριστώ -
8 dziękować
ευχαριστώ -
9 podziękować
ευχαριστώ -
10 podziękowanie
ευχαριστώ -
11 спасибо
1. (έκφραση ευχαρίστησης) ευχαριστώ•спасибо вам σας ευχαριστώ•
спасибо за помощь ευχαριστώ για τη βοήθεια.
2. ουσ. ουδ. большое -μεγάλο ευχαριστώ•он получил спасибо αυτός πήρε ευχαριστώ.
εκφρ.за одно спасибо (сделать что) – κάνω κάτι για ένα ευχαριστώ (αφιλοκερδώς). -
12 благодарить
благодарить ευχαριστώ, ευγνωμονώ \благодаритью вас σας ευχαριστώ* * *ευχαριστώ, ευγνωμονώблагодарю́ вас — σας ευχαριστώ
-
13 спасибо
-
14 благодарность
благодарность ж η ευγνωμοσύνη, η ευχαριστία; выражать \благодарность ευχαριστώ не стоит \благодарностьи παρακαλώ, τίποτε* * *жη ευγνωμοσύνη, η ευχαριστίαвыража́ть благода́рность — ευχαριστώ
не сто́ит благода́рности — παρακαλώ, τίποτε
-
15 благодарный
благодарный: очень вам \благодарныйен σας ευχαριστώ πολύ* * *о́чень вам благода́рен — σας ευχαριστώ πολύ
-
16 больше
больше 1. (сравн. cm. от большой ) μεγαλύτερος περισσότερος (по количеству)' этот зал \больше αυτή η αίθουσα είναι μεγαλύτερη 2. (сравн. cm. от много ) περισσότερο как можно \больше όσο το δυνατό περισσότερο спасибо, я \больше не хочу ευχαριστώ, δε θέλω άλλο* * *1. сравн. ст. от большойμεγαλύτερος; περισσότερος ( по количеству)2. сравн. ст. от многоэ́тот зал бо́льше — αυτή η αίθουσα είναι μεγαλύτερη
как мо́жно бо́льше — όσο το δυνατό περισσότερο
спаси́бо, я бо́льше не хочу́ — ευχαριστώ, δε θέλω άλλο
-
17 благодарить
благод||ари́тьнесов εὐχαριστώ, εὐγνωμονώ:\благодаритьарю вас σᾶς εὐχαριστώ. -
18 спасибо
спасибо1. частица εὐχαριστώ:большое \спасибо εὐχαριστώ πολύ·2. предик безл:\спасибо ему́, что помог νά εἶναι καλα πού βοήθησε. -
19 thank
[Ɵæŋk] 1. verb(to express appreciation or gratitude to (someone) for a favour, service, gift etc: He thanked me for the present; She thanked him for inviting her.) ευχαριστώ- thankful- thankfully
- thankfulness
- thankless
- thanklessly
- thanklessness
- thanks 2. interjection(thank you: Thanks (very much) for your present; Thanks a lot!; No, thanks; Yes, thanks.) ευχαριστώ- Thanksgiving
- thanks to
- thank you -
20 благодарить
ρ.δ.μ.ευχαριστώ, ευγνωμονώ.εκφρ.-го тебя, вас – σε (σας) ευχαριστώ, ευγνωμονώ.
См. также в других словарях:
ευχαριστώ — ευχαριστώ, ευχαρίστησα βλ. πίν. 73 (και ως απρόσ. [μ ] ευχαριστεί) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ευχαριστώ — και φχαριστὼ και φχαριστάω (ΑΜ εὐχαριστῶ, έω) [ευχάριστος] 1. προσεύχομαι με ευγνωμοσύνη 2. (κυρίως για θρησκευτικές τελετές) προσφέρω κάτι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης νεοελλ. 1. παρέχω σε κάποιον ευχαρίστηση, τέρψη, ψυχική ικανοποίηση («μ… … Dictionary of Greek
ευχαριστώ — ευχαρίστησα, ευχαριστήθηκα, ευχαριστημένος 1. εκφράζω με λόγια την ευγνωμοσύνη μου προς κάποιον: Σας ευχαριστώ που με θυμηθήκατε. 2. προξενώ ευχαρίστηση, ικανοποίηση, χαρά: Με ευχαρίστησε πολύ το γράμμα σου. 3. το μέσ., ευχαριστιέμαι και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐχαριστῶ — εὐχαριστέω bestow a favour on pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐχαριστέω bestow a favour on pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐχαρίστῳ — Εὐχάριστος agreeable masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαρίστῳ — εὐχάριστος agreeable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερσί — ευχαριστώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. merci < λατ. merces, edis «μισθός»] … Dictionary of Greek
The Best (Despina Vandi album) — The Best Greatest hits album by Despina Vandi Released December 2001 Recorded 1994 2001 … Wikipedia
ευχαρίζομαι — εὐχαρίζομαι και εὐκαρίζομαι (Μ) 1. εκφράζω τις ευχαριστίες μου, ευχαριστώ 2. ευχαριστούμαι, ικανοποιούμαι 3. (το ενεργ. μόν. σε πάπ.) ευχαρίζω ευχαριστώ, αποδίδω ευχαριστίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαρίζομαι] … Dictionary of Greek
μυριοευχαριστώ — μυριοευχαριστῶ και μυριευχαριστώ και μυριοφχαριστῶ (Μ) 1. ευχαριστώ κάποιον πάρα πολλές φορές 2. εκφράζω άπειρες ευχαριστίες για κάτι 3. (το μέσ.) μυριοευχαριστοῡμαι ευχαριστιέμαι πάρα πολύ 4. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) μυριοευχαριστημένος, η … Dictionary of Greek
προσευχαριστώ — έω, ΜΑ [εὐχαριστῶ] ευχαριστώ επί πλέον … Dictionary of Greek