Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ευχαριστώ

См. также в других словарях:

  • ευχαριστώ — ευχαριστώ, ευχαρίστησα βλ. πίν. 73 (και ως απρόσ. [μ ] ευχαριστεί) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ευχαριστώ — και φχαριστὼ και φχαριστάω (ΑΜ εὐχαριστῶ, έω) [ευχάριστος] 1. προσεύχομαι με ευγνωμοσύνη 2. (κυρίως για θρησκευτικές τελετές) προσφέρω κάτι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης νεοελλ. 1. παρέχω σε κάποιον ευχαρίστηση, τέρψη, ψυχική ικανοποίηση («μ… …   Dictionary of Greek

  • ευχαριστώ — ευχαρίστησα, ευχαριστήθηκα, ευχαριστημένος 1. εκφράζω με λόγια την ευγνωμοσύνη μου προς κάποιον: Σας ευχαριστώ που με θυμηθήκατε. 2. προξενώ ευχαρίστηση, ικανοποίηση, χαρά: Με ευχαρίστησε πολύ το γράμμα σου. 3. το μέσ., ευχαριστιέμαι και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐχαριστῶ — εὐχαριστέω bestow a favour on pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐχαριστέω bestow a favour on pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐχαρίστῳ — Εὐχάριστος agreeable masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαρίστῳ — εὐχάριστος agreeable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερσί — ευχαριστώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. merci < λατ. merces, edis «μισθός»] …   Dictionary of Greek

  • The Best (Despina Vandi album) — The Best Greatest hits album by Despina Vandi Released December 2001 Recorded 1994 2001 …   Wikipedia

  • ευχαρίζομαι — εὐχαρίζομαι και εὐκαρίζομαι (Μ) 1. εκφράζω τις ευχαριστίες μου, ευχαριστώ 2. ευχαριστούμαι, ικανοποιούμαι 3. (το ενεργ. μόν. σε πάπ.) ευχαρίζω ευχαριστώ, αποδίδω ευχαριστίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαρίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • μυριοευχαριστώ — μυριοευχαριστῶ και μυριευχαριστώ και μυριοφχαριστῶ (Μ) 1. ευχαριστώ κάποιον πάρα πολλές φορές 2. εκφράζω άπειρες ευχαριστίες για κάτι 3. (το μέσ.) μυριοευχαριστοῡμαι ευχαριστιέμαι πάρα πολύ 4. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) μυριοευχαριστημένος, η …   Dictionary of Greek

  • προσευχαριστώ — έω, ΜΑ [εὐχαριστῶ] ευχαριστώ επί πλέον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»