-
1 φιλοκτήματος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοκτήματος
-
2 φιλοκτήματοι
φιλοκτήματοςmasc /fem nom /voc pl -
3 σωρευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωρευτικός
См. также в других словарях:
φιλοκτήματος — ον, Α φιλοκτήμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κτήματος (< κτῆμα, κτήματος), πρβλ. πολυ κτήματος] … Dictionary of Greek
φιλοκτήματοι — φιλοκτήματος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)