-
1 κεράεις
κεράεις, εσσα, εν, gehörnt, Nic. Al. 135.
-
2 κεράεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεράεις
-
3 κεράεις
κεράεις, εσσα, εν, gehörnt
См. также в других словарях:
κεράεις — κεράεις, εσσα, εν (Α) [κέρας] κερόεις* … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek