-
81 θρυόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρυόεις
-
82 θυελλήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυελλήεις
-
83 θυήεις
-
84 θυλακόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυλακόεις
-
85 θυμόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμόεις
-
86 θυόεις
-
87 θυσανόεις
A tasseled, fringed, Hom. (only in Il.),αἰγίδα θυσσανόεσσαν 15.229
, 17.593, al.; ἀσπίδα (v.l. αἰγίδα)θ. 21.400
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυσανόεις
-
88 θυώεις
-
89 κακανθήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακανθήεις
-
90 καλαμόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμόεις
-
91 καμπυλόεις
Aκαμπύλος, ἴτυς AP6.28
(Jul.Aegypt.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμπυλόεις
-
92 καρτερόεις
A = καρτερός, Epic.Alex.Adesp.9iv 7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρτερόεις
-
93 καχρυόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καχρυόεις
-
94 κεντρήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεντρήεις
-
95 κητώεις
Aκοίλη Λακεδαίμων κητώεσσα Il.2.581
, Od.4.1; perh. full of hollows or ravines, variously expld. ap. Str.8.5.7, Apollon.Lex., etc.; cf. καιετάεσσα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κητώεις
-
96 κηώεις
Aἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ κηώεντι Il.3.382
;ἐς θάλαμον.. κηώεντα 6.288
, etc.;μύρον AP7.218.9
(Antip. Sid.);ἄνθεα Nonn.D.12.257
: neut.κηῶεν Hsch.
; cf. κεῶεν. -
97 κισσήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κισσήεις
-
98 κληματόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κληματόεις
-
99 κλιμακόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλιμακόεις
-
100 κλονόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλονόεις
См. также в других словарях:
ἕσσα — ἵζω si sd o aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψικραν(ά)εσσα — ἡ, Α επίθ. ψηλή και τραχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κρανος (< *κρᾱνον, πρβλ. κρανίον) + κατάλ. όεις* / εσσα] … Dictionary of Greek
αστερόεις — εσσα, εν (AM ἀστερόεις, εσσα, εν) [αστήρ] 1. ο γεμάτος αστέρια (η αστερόεσσα η σημαία των ΗΠΑ) 2. αυτός που λάμπει σαν αστέρι … Dictionary of Greek
ζυμήεις — εσσα, εν (Α ζυμήεις, εσσα, εν) [ζύμη] αυτός που είναι παρασκευασμένος με ζύμη, ο ένζυμος («ζυμήεις ἄρτος», Ησύχ.) … Dictionary of Greek
ηχήεις — εσσα, εν (Α ήχήεις, εσσα, εν) αυτός που παράγει ισχυρό ήχο ή θόρυβο, ηχηρός, ηχητικός, ηχογόνος, βουερός («θάλασσά τε ήχήεσσα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. αυτός που τραγουδά, που κάνει βόμβο, που θροεί 2. αυτός που αντηχεί ισχυρά («κάδ δώματα ήχήεντα», Ομ … Dictionary of Greek
ιχθυόεις — εσσα, εν (Α ἰχθυόεις, εσσα, εν) γεμάτος ψάρια, αυτός στον οποίο υπάρχουν άφθονα ψάρια αρχ. 1. όμοιος με ψάρι 2. αυτός που αποτελείται από ψάρια («ἰχθυόεσσα θήρη», Οππ.) 3. φρ. α) «ἰχθυόεντα κέλευθα» η θάλασσα (Ομ. Οδ.). β) «ἰχθυόεις μυχός» ο… … Dictionary of Greek
κυματόεις — εσσα, εν (Α κυματόεις) (ποιητ. τ.) κυματίας*, γεμάτος κύματα, φουρτουνιασμένος, τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + κατάλ. όεις, πρβλ. αιματ όεις, εγκατ όεις] … Dictionary of Greek
πανωπήεις — εσσα, εν, Α ορατός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θ. ὠπ τού ὄπωπα (πρβλ. συνθ. σε ωψ, μύ ωψ) + κατάλ. ήεις] … Dictionary of Greek
παχνήεις — εσσα, εν, ΜΑ ο γεμάτος από πάχνη, παχνώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάχνη + κατάλ. ήεις (πρβλ. τολμ ήεις)] … Dictionary of Greek
πεδόεις — εσσα, εν, Α αυτός που κείται πάνω στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
πελιδνήεις — έσσα, εν Α (ποιητ. τ.) πελιδνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πελιδνός + κατάλ. ήεις (πρβλ. αυγ ήεις)] … Dictionary of Greek