-
1 τέφρη
τέφρη: ashes. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τέφρη
-
2 τέφρη
-
3 τέφρῃ
Βλ. λ. τέφρη -
4 τεφρή
τεφρόςash-coloured: fem nom /voc sg (epic ionic) -
5 τέφρα
A ashes, as of the funeral pile, Il. 23.251; ; ὁ ἀὴρ ὁ ἐγκατακλειόμενος ἐν ταῖς θήκαις (coffins).. διαλύει πάντ' εἰς τ. Thphr. Ign.47; τ. πηγνυμένη νιφετὸν [σημαίνει] Id.Sign.42; κἠπὶ τὴν τέφρην οἰχνεῖ (sc. τὸ πῦρ) Call. in PSI11.1216.35; καταπάσας τέφραν, ἐμπάσαι τῆς τέφρας, Ar.Nu. 177, Pl.Ly. 210a; δόξαι τινὰ ψάμμον ἢ τ.ἐσθίειν Gal.6.782
;ἐκκρίνασα τὴν οἷον τ. τῶν ὑπεροπτηθέντων χυμῶν Id.18(2).279
; τέφρᾳ τιλθῆναι, prob. lime, Ar.Nu. 1083 ( τίτανος is a form of τ. acc. to Gal. 12.140); ἡ τ. ἡ Φρυγία was used for eye-disease, Arist.Mir. 834b30 (cf. Pl. l.c.); soτ. κληματίνη Dsc.5.117
; τῆς τ. πλυθείσης ἡ κονία (cf.κονία 11
)γίνεται Gal.12.222
, cf. Thphr.HP5.9.5: prov.,ὅρκους.. εἰς τέφραν γράφειν Philonid.7
; tefre, = nugacitas, Gloss. (With τεφ- [from θεφ-] cf. Skt. dáhati, Lith. degù 'burn', Lat. favilla, Gr. θέπτανος.) -
6 κάπτω
A gulp down, (lyr.), cf. Sophr.64; [ ἄλφιτα] Nicocl.2; of liquids, Xenarch.9 codd. Ath., Arist.HA 593a21; ἀφρόν ib. 620a13;κ. αὔρας Eub.10
: c. gen. partit.,κ. τῶν θυλημάτων Telecl. 33
: abs., ἄχρις ἑσπέρης κ. Herod.7.41; expressing greater greediness than φαγεῖν, Ar.Ec. 687; : metaph.,σευ τὸ ὥριον τέφρη κάψει Herod.1.38
. (Cogn. with Lat. capio, Germ. haben, Heft.) -
7 κληματόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κληματόεις
-
8 περιβόσκομαι
περιβόσκομαι, of beasts, fishes, etc.,A feed on all round, Nic.Al. 391, Th. 611, Luc.Asin.17 ; of tribes,π. ἔθνεα γαῖαν D.P.383
: metaph.,οὐδέ ποτε χθιζὸν περιβόσκεται ἄνθρακα τέφρη Call.Ap.84
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιβόσκομαι
-
9 τεφρός
A ash-coloured, Arist.HA 519a2; χρῶμα ib. 630a28;κόρση Herod.7.71
;τεφρὴ γέρανος Babr.65.1
, cf. PSI6.569.6 (iii B.C.): as Subst., -ον, τό, ash-coloured ointment, esp. for the eyes (cf. τέφρα), Cels.6.6.7, Aët.7.10,23. -
10 ἀμφιζάνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιζάνω
-
11 ἐπιπετάννυμι
A spread over,τὰ ὦτα ἐπὶ τὰς ὠμοπλάτας X.Cyn.5.10
, cf.Aret.CA1.10:—[voice] Pass.,τέφρη ἐπεπέπτατο Q.S.14.25
;ἐπίπαγος ἐπιπετάννυται Aret.SD2.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπετάννυμι
-
12 ὑποθάλπω
A heat inwardly,ὑπό μ' αὖ.. μανίαι θάλπουσ' A.Pr. 878
(anap.);ὑ. τινὰ τέχνῃ Philostr.VA1.34
; warm up, in literal sense, Ruf. Sat.Gon.22.2 light or kindle secretly,ἐλπίδα τινός Ael.Fr. 306
:—[voice] Pass., glow under, τέφρη (sc. ἁρπάζουσα)πῦρ ὑποθαλπόμενον AP12.92
(Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποθάλπω
-
13 ὑπολάμπω
A shine under,ὁ ἥλιος εἰς τὰς παστάδας ὑ. X.Mem.3.8.9
; ὑ. τὰ ὄμματα καθεύδοντος, of a lion, Plu.2.670c:— [voice] Med.,τέφρῃ πῦρ ὑπολαμπόμενον AP12.80
(Mel.).II begin to shine,ὡς τὸ ἔαρ ὑπέλαμπε Hdt.1.190
, cf. Ael.NA8.22; ἕως ὑ. ib.10.50;ὑ. ἡ ἡμέρα Plu.Ant.49
: metaph.,ὑ. τὸ ἦθος ταῖς παρειαῖς Poll.2.87
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπολάμπω
-
14 ὥριμος
A = ὡραῖος, ripe, ; ὡρίμη κριθή Sch.Ar.Eq. 1233, Eust.1446.29; βότρυες, opp. ὄμφακες, AP9.316 (Leon.);ὀπώρα D.S.17.67
: timely, in season, of fish, Nicom.Com.1.21: c. inf.,τοῦ ὑπάρχοντός μοι κλήρου.. ὡρίμου σπαρῆναι PTeb.54.7
(i B. C.);καιρὸς ὡριμώτατος εἴς τι Gp.9.9.7
.3 τὸ ὥριμον bloom,σευ τὸ ὥ. τέφρη κάψει Herod.1.38
.
См. также в других словарях:
τεφρή — τεφρός ash coloured fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέφρη — τέφρα ashes fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέφρῃ — τέφρα ashes fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHELIDONIA — Favonius ventus vocatur a die 6. ante Idus Febr. usque ad 7. Calend. Martias, eo quod his diebus hitundines primum conspici incipiant. Plin. l. 2. c. 47. Chelidonios post Brumam incipere, scripsisse Graecos, sed de initii die nihil certi… … Hofmann J. Lexicon universale
επιπετάννυμι — ἐπιπετάννυμι (Α) [πετάννυμι] απλώνω κάτι επάνω (α. «τὰ δὲ ὦτα ἐπιπετάσας ἐπὶ τάς ὠμοπλάτας», Ξεν. β. «τέφρη δ’ ἐπιπέπτατο πολλή», Κόιντ. Σμυρν.) … Dictionary of Greek
νατράσβεστος — η χημ. λευκή ή τεφρή κοκκώδης μάζα που παρασκευάζεται με υψηλή θέρμανση ίσων μερών ενός μίγματος υδροξειδίου τού ασβεστίου και υδροξειδίου τού νατρίου ή τού καλίου … Dictionary of Greek
τέφρα — η, ΝΜΑ, και ιων. και επικ. τ. τέφρη Α το στερεό υπόλειμμα που απομένει μετά την καύση ορισμένων σωμάτων, στάχτη (α. «η τέφρα τού ξύλου» β. «ἐκκρίνασα τὴν οἷον τέφραν τῶν ὑπεροπτηθέντων χυμῶν», Γαλ.) νεοελλ. 1. το υπόλειμμα από ανόργανες ύλες το… … Dictionary of Greek
τεφρός — ή, ό / τεφρός, ά, όν, ΝΑ, και ιων. θηλ. τεφρή Α αυτός που έχει το χρώμα τής τέφρας, σταχτής αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ τεφρόν είδος κολλυρίου, ιδίως για τα μάτια, το οποίο είχε το χρώμα τής τέφρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα, πιθ. κατ απόσπαση από το επίθ … Dictionary of Greek
υποθάλπω — ὑποθάλπω, ΝΑ [θάλπω] 1. θερμαίνω κάτι ελαφρώς 2. μτφ. συμβάλλω, χωρίς να φαίνομαι, στη διατήρηση ή στην έξαψη ενός συναισθήματος ή πάθους, υποδαυλίζω νεοελλ. συντηρώ ή τροφοδοτώ κάποιον κρυφά («υποθάλπω ληστή») αρχ. 1. (ιδίως) θερμαίνω λίγο κάτι… … Dictionary of Greek