-
1 işgücü
εργατικό δυναμικό -
2 εργατικός
η, ό[ν] 1.1) работящий, трудолюбивый;2) рабочий, относящийся к рабочему, трудовой;εργατική τάξη — рабочий класс;
εργατικό σωματείο — профсоюз рабочих;
εργατική νομοθεσία — рабочее законодательство;
εργατικό κίνημα — рабочее движение;
εργατικά χέρια — рабочие руки;
εργατική δύναμη — рабочая сила;
εργατική συνοικία — рабочий район, (рабочая) окраина;
εργατικός ενθουσιασμός — трудовой подъём;
εργατικό βιβλιάριο — трудовая книжка;
3) лейбористский;εργατικό κόμμα — лейбористская партия;
2. (ο)1) рабочий; работяга (разг); 2) лейборист -
3 книжка
книжка ж 1) см. книга записная \книжка το σημειωματάριο, το καρνέ 2): зачётная \книжка το βιβλιάριο βαθμολογίας сберегательная \книжка το βιβλιάριο ταμιευτερίου трудовая \книжка το εργατικό βιβλιάριο* * *ж1) см. книгазаписна́я кни́жка — το σημειωματάριο, το καρνέ
2)зачётная кни́жка — το βιβλιάριο βαθμολογίας
сберега́тельная кни́жка — το βιβλιάριο ταμιευτερίου
трудова́я кни́жка — το εργατικό βιβλιάριο
-
4 рабочий
I рабочий Ι м о εργάτης II рабочий II 1) εργατικός* \рабочийее движение το εργατικό κίνημα 2) (для работы) εργάσιμος; \рабочий день η εργάσιμη μέρα* * *I мο εργάτηςII1) εργατικόςрабо́чее движе́ние — το εργατικό κίνημα
2) ( для работы) εργάσιμοςрабо́чий день — η εργάσιμη μέρα
-
5 labour
['leibə] 1. noun1) (hard work: The building of the cathedral involved considerable labour over two centuries; People engaged in manual labour are often badly paid.) σκληρή εργασία2) (workmen on a job: The firm is having difficulty hiring labour.) εργατικό δυναμικό, εργάτες3) ((in a pregnant woman etc) the process of childbirth: She was in labour for several hours before the baby was born.) τοκετός, πόνοι γέννας4) (used (with capital) as a name for the Socialist party in the United Kingdom.) το Εργατικό Κόμμα2. verb1) (to be employed to do hard and unskilled work: He spends the summer labouring on a building site.) εργάζομαι σκληρά, αγκομαχώ2) (to move or work etc slowly or with difficulty: They laboured through the deep undergrowth in the jungle; the car engine labours a bit on steep hills.) δυσκολεύομαι, πασχίζω•- laboriously
- laboriousness
- labourer
- labour court
- labour dispute
- labour-saving -
6 нерабочий
-ая, -ееεπ.1. άεργος, ακαμάτης•нерабочий человек άεργος άνθρωπος.
|| μη εργατικός•-ее происхождение η μη εργατική καταγωγή•
-ая рука μη εργατικό (αδούλευτο) χέρι•
-ая одежда γιορτινή φορεσιά.
2. που δε χρησιμοποιείται για δουλειά (για ζώα)•-скот ζώα που δε χρησιμοποιούνται για δουλειά.
3. μη εργάσιμος•г- день μέρα αργίας•
-ее время μη εργάσιμος (ελεύθερος) χρόνος.
4. μη εργατικός•-ее настроение η μη διάθεση για εργασία•
-ая обстановка μη εργατικό περιβάλλον.
-
7 рабочий
рабочий 1-его α.εργάτης•индустриальный рабочий εργάτης βιομηχανίας•
фабричный рабочий εργάτης φάμπρικας•
железнодорожные -ие οι σιδηροδρομικοί εργάτες.
рабочий 2-ая, -ее επ.1. εργατικός•-класс εργατική τάξη•
-ее движение εργατικό κίνημα•
рабочий посёлок εργατική συνοικία.
2. εργαζόμενος•-ая молодёжь η εργαζόμενη νεολαία•
-ие пчёлы εργάτριδες μέλισσες•
рабочий скот τα ζώα της δουλειάς (φορτηγά, αροτριόντα).
3. κινητός, κινούμενος• κινητήριος•-ие части машины τα κινητά μέρη της μηχανής•
-ее колесо ο κινητήριος τροχός•
рабочий ход κίνηση της μηχανής.
4. εργάσιμος•-ее время ώρα εργασίας•
рабочий день εργάσιμη μέρα.
|| της δουλειάς• -- костюм; -ая одедца τα ρούχα της δουλειάς.εκφρ.- ая сила – α) εργατική δύναμη• β) εργατικό δυναμικό, οι εργάτες. -
8 законодательство
η νομοθεσίαгражданское - αστική «международное - διεθνής -, το διεθνές δίκαιοморское - ναυτική -, το ναυτικό δίκαιοтрудовое - εργατική -, το εργατικό δίκαιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > законодательство
-
9 право
1. (государственные нормы и правила, законы и постановления государства) το δικαίωμαбез - а передачи χωρίς δικαίωμα μεταβίβασης/μεταφοράςконосамент без - а передачи φορτωτική χωρίς το - μετάδο-σης/μεταφοράς2. юр. το δίκαιο 3. (возможность действовать, поступать каким-л. образом) το δικαίωμα, η απαίτησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > право
-
10 сила
1. (физическая величина) η δύ-ναμ/η, η ισχύςВан-дер-Ваальсовы - ы (межмолекулярного взаимодействия) - εις Βαν Ντε Βαλ (Van Der Waals), οι ασθενείς - ειςкуло-новская - κουλόμβ (Coulomb), ελκτική - ηλεκτρικής φύσης- απώθησηςподъёмная ав. - άντωσηςрабочая - εργατική -, το εργατικό προσωπικόразрешающая - η διαχωριστική/διακριτική ικανότητα- света η φωτεινή ισχύς, η ισχύς σε κηρίαтормозная - πέδησης/φρεναρίσμα-τος- тяги ав. - έλξης, προωθητική -2. (интенсивность, напряжённость) η ένταση 3. (правомочность) η ισχ/ύς 4. -ы мн. (материальное начало, часть общества и т.п.) οι δυνάμεις- природы - της φύσης, φυσικές -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сила
-
11 стоимость
1. (цена, ценность) η τιμ/ή, το κόστοςобщая - η συνολική τιμή/αξία, το γενικό κόστοςориентировочная - см. приблизительная -первоначальная - αρχική -, το αρχικό κόστος-страхование и фрахт κόστος, ασφάλειαфактическая - το πραγματικό κόστος, η πραγματική τιμή2. эк. η αξί/αноминальная - см. нарицательная -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стоимость
-
12 движение
движени||ес1. τό κίνημα, ἡ κίνηση[-ις]:вращательное \движение ἡ περιστροφική κίνηση· поступательное \движение ἡ ἀνέλιξη, ἡ ἐξελικτική πορεία· приводить в \движение θέτω είς κίνησιν, βάζω σέ κίνηση· приходить в \движение μπαίνω σέ κίνηση, τίθεμαι είς κίνησιν вольные \движениея спорт. οἱ ἐλεύθερες ἀσκήσεις·2. (общественное) τό κίνημα, ἡ κίνηση [-ις]:революционное \движение τό ἐπαναστατικό κίνημα· рабочее \движение τό ἐργατικό κίνημα· национально-освободительное \движение τό ἐθνικοαπελευθερωτικό κίνημα· всемирное \движение сторонников мира τό παγκόσμιο κίνημα τῶν ὁπαδών τής είρήνης· \движение сопротивления τό κίνημα τής ἀντίστασης·3. (транспорта и т. п.) ἡ κυκλοφορία, ἡ κίνηση [-ις]:автомобильное \движение ἡ κυκλοφορία τῶν αὐτοκινήτων у́личное \движение ἡ κυκλοφορία, ἡ τροχαία κίνηση· правила уличного \движениея οἱ διατάξεις τής τροχαίας· железнодорожное \движение ἡ κίνηση τῶν σιδηροδρόμων \движение судов ἡ κυκλοφορία σκαφών. -
13 кадровый
кадровыйприл:\кадровый офицер ὁ μόνιμος ἀξιωματικός· \кадровый рабочий ὁ παληός ἐργάτης, τό ἐργατικό στέλεχος. -
14 рабочий
рабочий Iм ὁ ἐργάτης, ὁ δουλευτής:поденный \рабочий ὁ μεροκαματιάρης, ὁ ἡμερομίσθιος ἐργάτης· сезонный \рабочий ὁ ἐργάτης τής ἐποχής.рабоч||ий IIприл1. ἐργατικός:\рабочий класс ἡ ἐργατική τάξη [-ις], ἡ ἐργατιά· \рабочийее движение τό ἐργατικό κίνημα· \рабочий» район ἡ ἐργατική συνοικία· из \рабочийей семьи ἀπό ἐργατική οίκογένεια·2. (трудовой, предназначенный для работы) ἐργάσιμος, ἐργατικός, τής ἐργασίας:\рабочий день ἡ ἐργάσιμη ήμερα, ἡ καματερή· \рабочийее время ὠρες τής δουλείας, οἱ ἐργάσιμες ὠρες·\рабочий костюм τά ροῦχα τής δουλειᾶς·\рабочий инструмент τά ἐργαλεία τής δουλείας· \рабочийее место ὁ χώρος τής δουλειδς·3. (производящий полезную работу):\рабочий скот τά ὑποζύγια· \рабочийая пчела ἡ ἐργάτις (μέλισσα)·4. тех. (выполняющий работу):\рабочийее колесо́ ὁ κινητήριος τροχός· \рабочий ход ἡ κίνηση μηχανής· ◊ \рабочийие ру́ки τά ἐργατικά χέρια· \рабочийая сила ἡ ἐργατική δύναμη. -
15 руководить
руководитьнесов καθοδηγώ, ὁδηγώ/ διευθύνω, διοικώ (учреждением и т. п.):\руководить рабочим движением καθοδηγώ τό ἐργατικό κίνημα· \руководить учреждением διευθύνω τό ίδρυμα. -
16 трудовой
трудов||ойприл ἐργάσιμος, τής ἐργασίας:\трудовой день ἡ ἐργάσιμη μέρα· \трудовой фронт τό μέτωπο τής ἐργασίας· \трудовойая жизнь ἡ ζωή τοῦ δουλευτή· \трудовойые деньги χρήματα πού κερδίζονται μέ τή δουλειά· \трудовойо́е население ὁ ἐργαζόμενος λαός· \трудовойо́е воспитание ἡ ἐργατική διαπαιδαγώγηση· \трудовойа́я дисциплина ἡ ἐργατική πειθαρχία· \трудовойые подвиги τά κατορθώματα τής ἐργασίας· \трудовой подъем ὁ ἐργατικός ἐνθουσιασμός· ◊ \трудовойа́я книжка τό ἐργατικό βιβλιάριο[ν]· \трудовойые резервы οἱ ἐργατικές ἐφεδρείες. -
17 βιβλιάριο(ν)
τό1) см. βιβλιαράκι; 2) билет, книжка (документ);κομματικό βιβλιάριο(ν) — партийный билет;
ατομικό βιβλιάριο(ν) воен. — солдатская книжка;
εργατικό βιβλιάριο(ν) — трудовая книжка;
βιβλιάριο(ν) ταμιευτηρίου — сберегательная книжка;
βιβλιάριο(ν) υγείας — а) медицинская книжка (свидетельство о допущении к работе поваров, официантов и т. п.); — б) жёлтый билет;
3) записная книжка -
18 βιβλιάριο(ν)
τό1) см. βιβλιαράκι; 2) билет, книжка (документ);κομματικό βιβλιάριο(ν) — партийный билет;
ατομικό βιβλιάριο(ν) воен. — солдатская книжка;
εργατικό βιβλιάριο(ν) — трудовая книжка;
βιβλιάριο(ν) ταμιευτηρίου — сберегательная книжка;
βιβλιάριο(ν) υγείας — а) медицинская книжка (свидетельство о допущении к работе поваров, официантов и т. п.); — б) жёлтый билет;
3) записная книжка -
19 κίνημα
τό1) движение;εργατικό (επαναστατικό) κίνημα — рабочее (революционное) движение;
2) восстание, бунт, мятеж -
20 κόμμα
τό1) партия;κομμουνιστικό κόμμα — коммунистическая партия;
σοσιαλιστικό (φιλελεύθερο, συντηρητικό) κόμμα — социалистическая (либеральная, консервативная) партия;
εργατικό κόμμα — а) рабочая партия; — б) лейбористская партия;
μπαίνω στο κόμμα — вступать в партию;
διαγράφω απ' το κόμμα — исключать из партии;
είμαι μέλος τού κόμματος быть членом партии;2) запятая
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Workers Revolutionary Party (Greece) — Εργατικό Επαναστατικό Κόμμα Ergatiko Epanastatiko Komma Workers Revolutionary Party Leader Savvas Mihail Founded 1985 … Wikipedia
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Επίσημη ονομασία: Άγιος Βικέντιος και οι Γρεναδίνες Έκταση: 389 τα. Σλμ. Πληθυσμός: 115.942 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Κινγκστάουν (16.000 κάτ. το 2001)Ο Ά.Β. και οι Γ. ανήκουν στο… … Dictionary of Greek
Αντίγκουα και Μπαρμπούντα — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική. Υπάγεται στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Υπήνεμων Νήσων (Leeward Islands), στο ανατολικό άκρο της Καραϊβικής θάλασσας.Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
συνδικάτα — Σωματεία των εργαζόμενων που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, χειρωνακτική ή διανοητική, σε οποιοδήποτε παραγωγικό τομέα, και έχουν σκοπό την προστασία των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων, ατομικών και συλλογικών, των μελών τους. Η δράση… … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek