-
1 εργατης
Iadj. m1) деятельный, энергичный(στρατηγός Xen.)
2) работящий, трудолюбивый(ἀνήρ Dem.)
3) рабочий, трудящийся(λεώς Arph.; βοῦς Plut.)
IIὅ1) рабочий, ремесленник, мастерἐ. λίθων Luc. — каменотес;
ἐ. τῶν ἐν πολέμῳ Xen. — отличный воин;ἐ. τῶν καλῶν καὴ σεμνῶν Xen. — творец прекрасных и славных дел2) (тж. ἐ. γῆς Her., Plut. и περὴ τέν γεωργίαν Dem.) земледелец, пахарь Soph., Eur., Xen. -
2 έργάτης
ο, -ισσα [-ις (-ιδος)] и έργάτρια η1) рабо|чий, -тница;ειδικευμένος έργάτης — квалифицированный рабочий;
2) работни|к, -ца; тружени|к, -ца;έργάτες τύπου — работники печати;
οι έργάτες τού πνεύματος — а) работники умственного труда; — б) работники культуры;
έργάτης γης — батрак;
ημερομίσθιος — подёнщик;έργάται ( — или έργάτες) θαλάσσης — моряки;
3) перен. виновник;έργάτης της δυστυχίας του — он сам виновник своего несчастья;
έργάτης της ανομίας — виновник беззакония;
4) мор. брашпиль -
3 ἐργάτης
ὁ ἐργάτης, ου кто трудится; работник -
4 ἐργάτης
{сущ., 16}делатель, трудящийся, рабочий, работник, ремесленник, земледелец.Ссылки: Мф. 9:37, 38; 10:10; 20:1, 2, 8; Лк. 10:2, 7; 13:27; Деян. 19:25; 2Кор. 11:13; Флп. 3:2; 1Тим. 5:18; 2Тим. 2:15; Иак. 5:4.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐργάτης
-
5 εργάτης
{сущ., 16}делатель, трудящийся, рабочий, работник, ремесленник, земледелец.Ссылки: Мф. 9:37, 38; 10:10; 20:1, 2, 8; Лк. 10:2, 7; 13:27; Деян. 19:25; 2Кор. 11:13; Флп. 3:2; 1Тим. 5:18; 2Тим. 2:15; Иак. 5:4.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εργάτης
-
6 ἐργάτης
делатель, трудящийся, рабочий, работник, ремесленник, земледелец.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐργάτης
-
7 ἐργάτης
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐργάτης
-
8 εργάτης
[эргаггис] ουσ. а. рабочийΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εργάτης
-
9 εργάτης
[эргаггис] ουσ α рабочий. -
10 εργατα
-
11 εργατις
-
12 ανεπαισχυντος
-
13 ασημος
21) не меченный, не имеющий знаков, без эмблем(ὅπλα Eur.)
2) нечеканенный, в слитках(χρυσός Her.; χρυσίον Thuc., Arst.; ἄργυρος ἄ. καὴ νομίσματα Plut.)
3) неясный, неразборчивый, невнятный(ἄσημα φράζειν Her.; φωναί Arst., Plut.)
4) непонятный, темный(χρηστήρια Her.; χρησμοί Aesch.; ὄργια Soph.)
5) неизвестный, безвестный, незначительный(οὐκ ἄ. πόλις Eur.; οἱ ἔνδοξοι καὴ οἱ ἀσημότεροι Plut.)
6) неузнанный, незамеченный(ὅ ἐργάτης Soph.)
-
14 αυλακεργατης
-
15 μυλεργατης
-
16 ξυνεργατης
(πεμφθεὴς ξ. τινί Soph.)
ὅ σκότος ὅ σ. Eur. — тьма, служащая покровом;ὅ ξ. τινός Eur. — помощник в чем-л. -
17 ουργατης
-
18 παρεργατης
-
19 συνεργατης
(πεμφθεὴς ξ. τινί Soph.)
ὅ σκότος ὅ σ. Eur. — тьма, служащая покровом;ὅ ξ. τινός Eur. — помощник в чем-л. -
20 ανειδίκευτος
η, ο неквалифицированный;ανειδίκευτος εργάτης — чернорабочий, разнорабочий
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐργάτης — workman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργάτης — Εκείνος που εργάζεται κυρίως με τα χέρια του και ζει από την αμοιβή αυτής της εργασίας. Οι ε. είναι βασική παραγωγική δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας και διακρίνονται σε βοηθητικούς (αυτοί που στην επιχείρηση εξυπηρετούν την κύρια παραγωγή), σε ε … Dictionary of Greek
εργάτης — ο θηλ. εργάτρια 1. αυτός που εργάζεται σωματικά. 2. αυτός που εργάζεται χειρωνακτικά με το μεροκάματο: Στο εργοστάσιο απασχολούνται πολλοί εργάτες. 3. ειδικά αυτός που εργάζεται σε εργοστάσιο. 4. αυτός που γενικά εργάζεται σε αντίθεση προς τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κἀργάτης — ἐργάτης , ἐργάτης workman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑργάτης — ἐργάτης , ἐργάτης workman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάται — ἐργάτης workman masc nom/voc pl ἐργάτᾱͅ , ἐργάτης workman masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατῶν — ἐργάτης workman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάταιν — ἐργάτης workman masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάταις — ἐργάτης workman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάτην — ἐργάτης workman masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργάτου — ἐργάτης workman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)