-
1 ανεπαισχυντος
-
2 ἀνεπαίσχυντος
{прил., 1}без укоризненный, безупречный, не имеющий повода стыдиться (2Тим. 2:15).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀνεπαίσχυντος
-
3 ανεπαίσχυντος
{прил., 1}без укоризненный, безупречный, не имеющий повода стыдиться (2Тим. 2:15).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ανεπαίσχυντος
-
4 ανεπαίσχυντος
ος, ον непредосудительный; не позорный -
5 ἀνεπαίσχυντος
неукоризненный, безупречный, не имеющий повода стыдиться.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνεπαίσχυντος
-
6 422
{прил., 1}без укоризненный, безупречный, не имеющий повода стыдиться (2Тим. 2:15).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 422
См. также в других словарях:
ἀνεπαίσχυντος — having no cause for shame masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεπαίσχυντος — η, ο (AM ἀνεπαίσχυντος, ον) [επαισχύνομαι] αυτός που δεν έχει λόγο να ντρέπεται νεοελλ. (πράξη) που δεν προκαλεί ντροπή αρχ. αναίσχυντος, αδιάντροπος … Dictionary of Greek
ανεπαίσχυντος — η, ο επίρρ. α εκείνος για τον οποίο δεν αισθάνεται κανείς ντροπή: Εκείνο που ευχόταν για τον εαυτό του ήταν να ζήσει ανεπαίσχυντακαι την υπόλοιπη ζωή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεπαισχυντότερον — ἀνεπαίσχυντος having no cause for shame adverbial comp ἀνεπαίσχυντος having no cause for shame masc acc comp sg ἀνεπαίσχυντος having no cause for shame neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαισχύντως — ἀνεπαίσχυντος having no cause for shame adverbial ἀνεπαίσχυντος having no cause for shame masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαίσχυντον — ἀνεπαίσχυντος having no cause for shame masc/fem acc sg ἀνεπαίσχυντος having no cause for shame neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαισχύντου — ἀνεπαίσχυντος having no cause for shame masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαισχύντους — ἀνεπαίσχυντος having no cause for shame masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαισχύντῳ — ἀνεπαίσχυντος having no cause for shame masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαίσχυντοι — ἀνεπαίσχυντος having no cause for shame masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)