-
1 μυλεργατης
-
2 μυλεργάτης
ο мукомол, рабочий мукомольного завода, предприятия
См. также в других словарях:
μυλεργάτης — ο (Α μυλεργάτης, δωρ. τ. μυλεργάτας) εργάτης που δουλεύει σε μύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + ἐργάτης] … Dictionary of Greek
μυλεργάτας — μυλεργάτᾱς , μυλεργάτης miller masc acc pl μυλεργάτᾱς , μυλεργάτης miller masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε … Dictionary of Greek