Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

μυλεργάτης

См. также в других словарях:

  • μυλεργάτης — ο (Α μυλεργάτης, δωρ. τ. μυλεργάτας) εργάτης που δουλεύει σε μύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + ἐργάτης] …   Dictionary of Greek

  • μυλεργάτας — μυλεργάτᾱς , μυλεργάτης miller masc acc pl μυλεργάτᾱς , μυλεργάτης miller masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»