-
1 ερασιτεχνικός
η, ό[ν] любительский, дилетантский; самодеятельный;ερασιτεχνικός όμιλος — кружок самодеятельности;
ερασιτεχνικο (καλλιτεχνικό) συγκρότημα — коллектив художественной самодеятельности
-
2 ερασιτεχνικός
[эраситэхникос]εκ. любительский, дилетантскийΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ερασιτεχνικός
-
3 ερασιτεχνικός
[эраситэхникос] επ любительский, дилетантский. -
4 ερασιτεχνικός
1) amateur2) amateurishΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ερασιτεχνικός
-
5 amateurish
ερασιτεχνικός -
6 самодеятельность
самодеятельность ж η ερασιτεχνική ασχολία* кружок художественной \самодеятельностьи о ερασιτεχνικός καλλιτεχνικός όμι самокритика ж η αυτοκριτική* * *жη ερασιτεχνική ασχολίαкружо́к худо́жественной самоде́ятельности — ο ερασιτεχνικός καλλιτεχνικός όμιλος
-
7 спорт
ο αθλητισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > спорт
-
8 дилетантский
дилетант||скийприл ἐρασιτεχνικός, ἀπειρότεχνος, ντιλετταντι-κός. -
9 любительский
любитель||скийприл ἐρασιτεχνικός. -
10 самодеятельностьый
самодеятельность||ыйприл ἐρασιτεχνικός. -
11 όμιλος
ο1) общество, объединение;αθλητικός όμιλος — физкультурное общество;
2) кружок, коллектив;λογοτεχνικός όμιλος — литературный кружок;
ερασιτεχνικός όμιλος — самодеятельный коллектив, кружок самодеятельности
-
12 amateur
['æmətə, ]( American[) - ər] 1. noun1) (a person who takes part in a sport etc without being paid for it: The tennis tournament was open only to amateurs.) ερασιτέχνης2) (someone who does something for the love of it and not for money: For an amateur, he was quite a good photographer.) ερασιτέχνης2. adjectivean amateur golfer; amateur photography.) ερασιτεχνικός -
13 unprofessional
1) ((of a person's conduct) not according to the (usually moral) standards required in his profession: The doctor was dismissed from his post for unprofessional conduct.) αντιεπαγγελματικός2) ((of a piece of work etc) not done with the skill of a trained person: This repair looks a bit unprofessional.) ερασιτεχνικός -
14 любительский
[λγιουμπίτιλ'σκιΐ] επ. ερασιτεχνικός -
15 самодельный
[σαμαντιέλ’νυΐ] εκ. ερασιτεχνικός -
16 любительский
[λγιουμπίτιλ'σκιϊ] επ ερασιτεχνικός -
17 самодельный
[σαμαντιέλ’νυϊ] επ ερασιτεχνικός -
18 дилетантский
επ.ερασιτεχνικός, ντιλετάντικος. || επιφανειακός, κατ' επίφαση. -
19 любительский
επ.1. ο από αγάπη γινόμενος.2. ερασιτεχνικός. || για τους φίλους (αγαπώντες)•любительский табак καπνός που τον προτιμούν οι καπνιστες.
-
20 самодельный
επ.χειροποίητος, χειρόπλα-στος, χειροκάμωτος•самодельный абажур χειροποίητο αμπαζούρ•
-ые папиросы στριφτά τσιγάρα•
радиопримник ερασιτεχνικός ραδιοδέκτης.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ερασιτεχνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε ερασιτέχνη ή σε ερασιτεχνία: Ερασιτεχνικός αλιευτικός σύλλογος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντιλεταντικός — ή, ό και ντιλετάντικος, η, ο [ντιλετάντης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ντιλετάντη, ερασιτεχνικός … Dictionary of Greek
ρασιτεχνικός — ή, ό [ερασιτέχνης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερασιτέχνη ή στην ερασίτεχνία («ερασιτεχνικός θίασος») … Dictionary of Greek
παιδικό θέατρο — Όλες οι μορφές του θεάματος (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση, τσίρκο κ.ά.) συνδέονται στενά με το παιδί, διότι συγκαταλέγονται στη ζωτικότερη κατηγορία για τα παιδιά, το παιχνίδι. Αν αρχίσουμε από το αρχαιότερο θέαμα του κόσμου, το θέατρο,… … Dictionary of Greek
ντιλεταντικός — ή, ό ο ερασιτεχνικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)