-
41 ἑπτα-κότυλος
ἑπτα-κότυλος, sieben Kotylen haltend, Ar. frg. 399.
-
42 ἑπτα-και-εικοσα-πλάσιος
ἑπτα-και-εικοσα-πλάσιος, siebenundzwanzigfach, Plat. Tim. 35 e.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἑπτα-και-εικοσα-πλάσιος
-
43 ἑπτα-και-εικοσ-ετής
ἑπτα-και-εικοσ-ετής, für ἑπτακαιεικοσαετής, Anth. app. 251.
-
44 ἑπτα-και-εικοσι-μόριος
ἑπτα-και-εικοσι-μόριος, 1/27 enthaltend, Theolog. ar. p. 4.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἑπτα-και-εικοσι-μόριος
-
45 ἑπτα-και-εικοσα-ετής
ἑπτα-και-εικοσα-ετής, ές, siebenundzwanzigjährig, D. Hal. 4, 7. 10, 36.
-
46 ἑπτα-και-δεκαταῖος
ἑπτα-και-δεκαταῖος, α, ον, am siebenzehnten Tage, Hippocr.
-
47 ἑπτα-και-δεκ-ετής
ἑπτα-και-δεκ-ετής, ές, siebenzehnjährig, D. L. 5, 6. S. - δεκαετής.
-
48 ἑπτα-και-δεκα-ετής
ἑπτα-και-δεκα-ετής, ές, = ἑπτακαιδεκέτης, Pol. 4, 24 D. Sic. 2, 2; Poll. 1, 55.
-
49 ἑπτα-και-δεκά-πους
ἑπτα-και-δεκά-πους, gen. ποδος, siebenzehnfüßig, siebenzehn Fuß lang, Plat. Theaet. 147 d.
-
50 ἑπτα-και-δεκά-πηχυς
ἑπτα-και-δεκά-πηχυς, siebenzehn Ellen lang, Ant. Car. 98.
-
51 ἑπτα-και-δεκάκις
ἑπτα-και-δεκάκις, siebenzehnmal, Procl.
-
52 ἑπτα-και-δεκά-μετρος
ἑπτα-και-δεκά-μετρος, mit siebenzehn Metris, Schol. Ar. Pax 1333.
-
53 ἑπτα-και-δέκατος
ἑπτα-και-δέκατος, η, ον, der siebenzehnte, Thuc. 7, 28 u. Folgde.
-
54 ἑπτα-καί-δεκα
ἑπτα-καί-δεκα, οἱ, αἱ, τά, indeclin., siebenzehn, Her. u. Folgde.
-
55 ἑπτα-κοσιο-πλασιάκις
ἑπτα-κοσιο-πλασιάκις, siebenhundertfach, Plat. Rep. IX, 587 e, wo jetzt ἐννέα καὶ ἑπτακ. steht.
-
56 ἑπτα-κέφαλος
ἑπτα-κέφαλος, siebenköpfig, Sp.
-
57 ἑπτα-βασίλειον
ἑπτα-βασίλειον, τό, sc. μύρον, Siebenkönigssalbe, Eust.
-
58 ἑπτα-δάκτυλος
ἑπτα-δάκτυλος, sieben Finger breit, dick, Sp.
-
59 ἑπτα-μναῖος
ἑπτα-μναῖος, sieben Minen werth, Hesych.
-
60 ἑπτα-μηνιαῖος
ἑπτα-μηνιαῖος, α, ον, siebenmonatlich, sieben Monate alt, Cic. Att. 10, 18; Luc. D. D. 9, 2; Plut.
См. также в других словарях:
ἑπτά — seven indeclform (numeral) ἑπτάς period of seven days fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek
ἔπτα — πέτομαι fly aor ind act 3rd sg (epic) ἔπτᾱ , πέτομαι fly aor ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Επτά θαύματα — Επτά αρχιτεκτονικά έργα της αρχαιότητας που ονομάζονταν έτσι λόγω του μεγέθους και του κάλλους τους. Τα έργα ήταν η πυραμίδα του Χέοπα, οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας, ο ναός της Άρτεμης στην Έφεσο, το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, ο φάρος της… … Dictionary of Greek
Επτά σοφοί — Επτά άνδρες της αρχαιότητας, οι οποίοι έζησαν κατά το τέλος του 7ου και τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. και διατύπωσαν σε σύντομα, περιεκτικά και εύληπτα αποφθέγματα οδηγίες ηθικής και πολιτικής συμπεριφοράς των ανθρώπων. Τα αποφθέγματα αυτά… … Dictionary of Greek
Ἑπτά πόλεις μάρναντο σοφὴν διὰ ῥίζαν Ὁμηρου… — См. Семь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Επτά κοιμώμενοι — Χριστιανικός θρύλος, αποδεκτός τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή. Πρόκειται για την ιστορία επτά νέων χριστιανών που έζησαν στην περίοδο του Δεκίου (201 251). Κατάγονταν από την Έφεσο και προκειμένου να αποφύγουν τους διωγμούς, κρύφτηκαν σε μια… … Dictionary of Greek
Επτά επί Θήβαις — Τραγωδία του Αισχύλου, εμπνευσμένη από τους επτά ήρωες (Άδραστος, Αμφιάραος, Καπανεύς, Ιππομέδων, Παρθενοπαίος, Τυδεύς και Πολυνείκης) που εκστράτευσαν εναντίον της Θήβας για την αποκατάσταση του Πολυνείκη στον θρόνο. Βλ. λ. Αισχύλος … Dictionary of Greek
επτά — αριθμ. απόλ. άκλ., βλ. εφτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δημοκρατία των Επτά Επαρχιών — Ονομασία που δόθηκε στις βόρειες επαρχίες των Κάτω Χωρών το 1579, όταν ανακηρύχθηκαν ανεξάρτητες υπό τον Γουλιέλμο τον Σιωπηλό. Bλ. λ. Ολλανδία (Ιστορία) … Dictionary of Greek
Παίδες Επτά εν Εφέσω — Mε αυτή την ονομασία αναφέρονται 7 άγιοι της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι Αντωνίνος, Διονύσιος, Εξακουστοδιανός, Ιάμβλιχος, Κωνσταντίνος, Μαξιμιλιανός και Μαρτινιανός. Kατέφυγαν, στα χρόνια του αυτοκράτορα Δέκιου, στη σπηλιά ενός βουνού, αλλά οι … Dictionary of Greek