-
1 ἑπτά
ἑπτά indecl. (Hom.+; loanw. in rabb.) seven in dating an event MPol 21. As a sacred number (WRoscher, D. Sieben-u. Neunzahl in Kultus u. Mythus der Griechen 1904; JGraf, D. Zahl ‘Sieben’ 1917; JHehn, Z. Bed. der Siebenzahl: Marti Festschr. [=Beih. ZAW 41] 1925, 128–36; RGordis, JBL 62, ’43, 17–26.—Jos., Bell. 7, 149 παρὰ τ. Ἰουδαίοις ἑβδομάδος ἡ τιμή), perhaps at times determining the choice of a number (Pla., Theaet. 174e τὶς ἑπτὰ πάππους πλουσίους ἔχων; Diod S 4, 27, 2 ἑπτὰ θυγατέρας; 4, 61, 3f): seven spirits Mt 12:45; Mk 16:9; Lk 8:2; 11:26; loaves of bread Mt 15:34, 36f; 16:10; Mk 8:5f, 20; baskets Mt 15:37; Mk 8:8; brothers Mt 22:25f, 28; Mk 12:20, 22f; Lk 20:29, 31, 33; sons Ac 19:14; nations 13:19 (Dt 7:1); years Lk 2:36; days 20:6; 21:4, 27; 28:14; Hb 11:30. Seven church officials (PGaechter, Petrus u. seine Zeit ’58, 106–35) Ac 6:3; cp. 21:8, where οἱ ἑπτά ‘the seven’, corresp. to οἱ δώδεκα, designates a definite fixed group (οἱ ἑπτά=the seven wise men: Diog. L. 1, 40; 82;=the seven against Thebes: Aeschyl.; Diod S 4, 64, 1; 4, 66, 1). Esp. in Rv: seven churches 1:4, 11, 20; lampstands vss. 12, 13 v.l., 20; 2:1; stars 1:16, 20; 2:1; 3:1; torches 4:5; horns, eyes 5:6; seals 5:1; 6:1 (cp. GPt 8:33); angels 8:2, 6; 15:1, 6–8; 17:1; 21:9 (cp. En 20:8); trumpets 8:2, 6; thunders 10:3f; heads 12:3; 13:1; 17:3, 7, 9; crowns 12:3; bowls 15:7; 16:1; 17:1; 21:9; heads of state 17:9; cp. v. 11; plagues 15:1, 6, 8; 21:9; 22:18 v.l.; mountains 17:9 (En 18:6; 24:2). Seven virtues Hv 3, 8, 2 al. χιλιάδες ἑ. seven thousand. Rv 11:13. On ἑβδομηκοντάκις ἑπτά Mt 18:22 s. ἑβδομηκοντάκις.—BHHW III 1785. On ἕβδομας s. the entry; cp. ζ´.—DELG. M-M. EDNT. TW. -
2 ἑπτά
1 seven ἑπτὰ δ' ἔπειτα πυρᾶν νεκρῶν τελεσθέντων (i. e. one pyre for each contingent of the army of the Seven cf. N. 9.24ff.) O. 6.15τέκεν ἑπτὰ παῖδας O. 7.72
ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη. ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ N. 2.23
ἑπτὰ γὰρ δαίσαντο πυραὶ νεογυίους φῶτας N. 9.24
-
3 ἑπτά
Grammatical information: num.Meaning: `seven'(Il.).Compounds: As 1. member in copulative ἑπτακαίδεκα, in ἑπτακόσιοι (cf. on διᾱκόσιοι) and in several bahuvrihi's like ἑπτα-βόειος.Derivatives: ἑπτάκι(ς), - ιν `seven times' (Pi.), ἕπτᾰχᾰ `in seven parts' (ξ 434), ἑπτάς f. `a group of seven' (of days, years; Arist.); ἑπταδεύω `belong to the ἑπτα' (Olbia IIIa).Origin: IE [Indo-European] [909] *septm̥ `seven'Etymology: On ἑβδομήκοντα, ἕβδομος s. vv. Gr. ἑπτά, Skt. saptá, Lat. septem, Arm. ewt`n, Germ., e. g. Goth. sibun go back on IE *septḿ̥ (accent after IE *oktṓ[u] \> ὀκτώ, aṣṭáu). - See e.g. Wackernagel-Debrunner Ai. Gramm. 3, 356, W.-Hofmann s. septem.Page in Frisk: 1,545Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἑπτά
-
4 έπτα
-
5 ἔπτα
-
6 επτά
-
7 ἑπτά
-
8 ἑπτά
A seven, Il.6.421, etc.; as a mystical number, Arist.Metaph. 1093a13, etc.; αἱ ἑ. νῆσοι the seven largest islands, Alex.268, cf. Arist.Mir. 837a31 ; τὰ ἑ. θεάματα the Seven Wonders, Str.17.1.33, cf.D.S.2.11, etc.; οἱ ἑ. σοφισταί the Seven Sages, Isoc. 15.109, Aristid.2.311 J.;οἱ ἑ. σοφοί Stob.3.1.172
; οἱ ἑ. alone, D.L. 1.40, Lib.Ep.286.3. -
9 ἑπτά
ἑπτά: seven.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἑπτά
-
10 ἑπτά
-
11 επτά
sevenΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επτά
-
12 ἑπταετής
ἑπτα-ετής, ές,A = ἑπτέτης, seven years old, v.l. in Hp.Prog.19, v.l. for ἑπτέτης in Pl.Grg. 471c : as fem., IG14.1935, Arr.Ind.9.1 : regul. fem. [suff] ἑπτα-έτις, ιδος, ἡ, Amyntas Epigr.Oxy.662.30: as Adj.,ἑ. ἡλικία Ph.1.393
.II parox. [suff] ἑπτα-έτης, ες, of seven years: neut. ἑπτάετες, as Adv., for seven years, Od. 3.304,7.259.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπταετής
-
13 'πτά
ἔπτα, πέτομαιfly: aor ind act 3rd sg (epic)ἔπτᾱ, πέτομαιfly: aor ind act 3rd sg (doric) -
14 ἑπταμηνιαῖος
A born in the seventh month, Cic.Att.10.18.1, J.AJ5.11.4, Placit. 5.18.5:—also [suff] ἑπτα-μήνιος, ον, Theol.Ar.48.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπταμηνιαῖος
-
15 ἑπταπάλαιστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπταπάλαιστος
-
16 ἑπταπλασιάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπταπλασιάζω
-
17 ἑπτάπλευρος
ἑπτά-πλευρος, ον,II [suff] ἑπτά-πλευρον, τό, = ἀρνόγλωσσον, Dsc.2.126.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπτάπλευρος
-
18 ἑπταπλόος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπταπλόος
-
19 ἑπταβόειος
ἑπτᾰ-βόειος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπταβόειος
-
20 ἑπτάβοιος
ἑπτᾰ-βοιος, ον,=foreg.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπτάβοιος
См. также в других словарях:
ἑπτά — seven indeclform (numeral) ἑπτάς period of seven days fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek
ἔπτα — πέτομαι fly aor ind act 3rd sg (epic) ἔπτᾱ , πέτομαι fly aor ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Επτά θαύματα — Επτά αρχιτεκτονικά έργα της αρχαιότητας που ονομάζονταν έτσι λόγω του μεγέθους και του κάλλους τους. Τα έργα ήταν η πυραμίδα του Χέοπα, οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας, ο ναός της Άρτεμης στην Έφεσο, το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, ο φάρος της… … Dictionary of Greek
Επτά σοφοί — Επτά άνδρες της αρχαιότητας, οι οποίοι έζησαν κατά το τέλος του 7ου και τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. και διατύπωσαν σε σύντομα, περιεκτικά και εύληπτα αποφθέγματα οδηγίες ηθικής και πολιτικής συμπεριφοράς των ανθρώπων. Τα αποφθέγματα αυτά… … Dictionary of Greek
Ἑπτά πόλεις μάρναντο σοφὴν διὰ ῥίζαν Ὁμηρου… — См. Семь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Επτά κοιμώμενοι — Χριστιανικός θρύλος, αποδεκτός τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή. Πρόκειται για την ιστορία επτά νέων χριστιανών που έζησαν στην περίοδο του Δεκίου (201 251). Κατάγονταν από την Έφεσο και προκειμένου να αποφύγουν τους διωγμούς, κρύφτηκαν σε μια… … Dictionary of Greek
Επτά επί Θήβαις — Τραγωδία του Αισχύλου, εμπνευσμένη από τους επτά ήρωες (Άδραστος, Αμφιάραος, Καπανεύς, Ιππομέδων, Παρθενοπαίος, Τυδεύς και Πολυνείκης) που εκστράτευσαν εναντίον της Θήβας για την αποκατάσταση του Πολυνείκη στον θρόνο. Βλ. λ. Αισχύλος … Dictionary of Greek
επτά — αριθμ. απόλ. άκλ., βλ. εφτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δημοκρατία των Επτά Επαρχιών — Ονομασία που δόθηκε στις βόρειες επαρχίες των Κάτω Χωρών το 1579, όταν ανακηρύχθηκαν ανεξάρτητες υπό τον Γουλιέλμο τον Σιωπηλό. Bλ. λ. Ολλανδία (Ιστορία) … Dictionary of Greek
Παίδες Επτά εν Εφέσω — Mε αυτή την ονομασία αναφέρονται 7 άγιοι της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι Αντωνίνος, Διονύσιος, Εξακουστοδιανός, Ιάμβλιχος, Κωνσταντίνος, Μαξιμιλιανός και Μαρτινιανός. Kατέφυγαν, στα χρόνια του αυτοκράτορα Δέκιου, στη σπηλιά ενός βουνού, αλλά οι … Dictionary of Greek