-
1 επιτραπέζιος
-
2 ἐπιτραπέζιος
-
3 επιτραπεζιος
-
4 επιτραπέζιος
α, ο [ος, ον ]1) столовый;επιτραπέζιοςα σκεύη — столовая посуда;
επιτραπέζιοςο κρασί — столовое вино;
επιτραπέζιοςα σταφύλια — столовый виноград;
2) настольный;επιτραπέζιοςο ρολόγι — настольные часы;
επιτραπέζιοςα λάμπα — настольная лампа
-
5 επιτραπέζιος
[эпитрапэзиос] επ настольный, столовый. -
6 ἐπιτραπέζιος
ἐπιτρᾰπέζ-ιος, ον,A on or at table,ὕδωρ Luc.Herm.68
;λέξις Eust.1561.58
; seated on a table, Ἡρακλῆς, of a statuette, Stat.Silv.4.6 tit.II = foreg., Hsch.s.v. τραπεζῆες.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτραπέζιος
-
7 ἐπιτραπέζιος
ἐπι-τραπέζιος, u. ἐπι-τραπεζίδιος, u. ἐπι-τράπεζος, auf dem Tische, zum Tische gehörig -
8 настольный
επιτραπέζιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > настольный
-
9 настольный
насто́льная ла́мпа — η επιτραπέζια λάμπα
-
10 настольный
насто́льн||ыйприл1. ἐπιτραπέζιος, τοῦ τραπεζιού:\настольныйая лампа ἡ ἐπιτραπέζιος λάμπα· \настольный телефон τό τηλέφωνο τοῦ γραφείου·2. перен (необходимый):\настольныйая книга τό μόνιμο βοήθημα. -
11 επιτραπέζιον
-
12 ἐπιτραπέζιον
-
13 epitrapezios
epitrapezios, on (επιτραπέζιος), am Tische befindlich, Hercules ep. (als Bild), Stat. silv. 4, 6 lemm.
-
14 весы
1. (прибор для определения веса) о ζυγόςη ζυγαριά2. астр. о Ζυγός (αστερισμός)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > весы
-
15 вино
ο οίνοςτο κρασίРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вино
-
16 столовый
1. (предназначенный для обеденного стола) του τραπεζιούτου φαγητούεπιτραπέζιος2. геогр. 3. астр.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > столовый
-
17 тиски
мн. η μέγγενη, ο συνδήκτοραςο συσφιγκτήραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тиски
-
18 застольный
застольн||ыйприл ἐπιτραπέζιος:\застольныйая песня τραγούδι τής τάβλας. -
19 столовый
столов||ыйприл τοῦ τραπεζιοῦ, ἐπιτραπέζιος:\столовыйая ложка τό κουτάλι τής σούπας· \столовый прибор τό σερβίτσιο· \столовыйое вино́ τό ἐπιτραπέζιο κρασί. -
20 επιτραπεζίοις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπιτραπέζιος — on masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτραπέζιος — α, ο (AM ἐπιτραπέζιος, ον) αυτός που ανήκει στο τραπέζι ή τοποθετείται πάνω στο τραπέζι (α. «επιτραπέζια σκεύη, παιχνίδια» β. «ἐπιτραπέζιος λέξις τὸ παραθεῑναι», Ευστ.) μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπιτραπέζιος ο τραπεζοκόμος αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ … Dictionary of Greek
επιτραπέζιος — α, ο ο τοποθετημένος στο τραπέζι ή ο προορισμένος να τοποθετείται σ αυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιτραπέζιον — ἐπιτραπέζιος on masc/fem acc sg ἐπιτραπέζιος on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτραπεζίοις — ἐπιτραπέζιος on masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτραπεζίου — ἐπιτραπέζιος on masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτραπεζίους — ἐπιτραπέζιος on masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτραπεζίων — ἐπιτραπέζιος on masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτραπεζίῳ — ἐπιτραπέζιος on masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτραπέζια — ἐπιτραπέζιος on neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτραπέζιοι — ἐπιτραπέζιος on masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)