-
21 ἐπιτραπεζίοις
-
22 επιτραπεζίου
-
23 ἐπιτραπεζίου
-
24 επιτραπεζίους
-
25 ἐπιτραπεζίους
-
26 επιτραπεζίω
-
27 ἐπιτραπεζίῳ
-
28 επιτραπεζίων
-
29 ἐπιτραπεζίων
-
30 επιτραπέζια
-
31 ἐπιτραπέζια
-
32 επιτραπέζιοι
-
33 ἐπιτραπέζιοι
-
34 epitrapezios
epitrapezios, on (επιτραπέζιος), am Tische befindlich, Hercules ep. (als Bild), Stat. silv. 4, 6 lemm.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > epitrapezios
-
35 застольный
[ζαστόλ'νυϊ] εκ. επιτραπέζιος -
36 настольный
[ναστόλ'νυϊ] εκ. επιτραπέζιος -
37 застольный
[ζαστόλ'νυϊ] επ επιτραπέζιος -
38 настольный
[ναστόλ'νυϊ] επ επιτραπέζιος -
39 настольный
επ.1. επιτραπέζιος•-аи лампа επιτραπέζια λάμπα•
-ые часы επιτραπέζιο ω-ρολόι•
настольный календарь επιτραπέζιο ημερολόγιο.
2. μτφ. αγαπητός, αχώριστος•-ая книга αγαπητό βιβλίο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπιτραπέζιος — on masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτραπέζιος — α, ο (AM ἐπιτραπέζιος, ον) αυτός που ανήκει στο τραπέζι ή τοποθετείται πάνω στο τραπέζι (α. «επιτραπέζια σκεύη, παιχνίδια» β. «ἐπιτραπέζιος λέξις τὸ παραθεῑναι», Ευστ.) μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπιτραπέζιος ο τραπεζοκόμος αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ … Dictionary of Greek
επιτραπέζιος — α, ο ο τοποθετημένος στο τραπέζι ή ο προορισμένος να τοποθετείται σ αυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιτραπέζιον — ἐπιτραπέζιος on masc/fem acc sg ἐπιτραπέζιος on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτραπεζίοις — ἐπιτραπέζιος on masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτραπεζίου — ἐπιτραπέζιος on masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτραπεζίους — ἐπιτραπέζιος on masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτραπεζίων — ἐπιτραπέζιος on masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτραπεζίῳ — ἐπιτραπέζιος on masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτραπέζια — ἐπιτραπέζιος on neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτραπέζιοι — ἐπιτραπέζιος on masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)