-
1 возвратиться
επιστρέφω, γυρίζω, επανέρχομαιвозврати́тьсяся домо́й — γυρίζω σπίτι
-
2 обратно
обратно προς τα πίσω, αντίστροφα* идти \обратно γυρίζω πίσω, επιστρέφω· вернуть \обратно επιστρέφω* * *προς τα πίσω, αντίστροφαидти́ обра́тно — γυρίζω πίσω, επιστρέφω
верну́ть обра́тно — επιστρέφω
-
3 возвратить
-ащу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ащённый, βρ: -щен, -щена, -щено, ρ.σ.μ.1. επιστρέφω, αποδίνω, επαναδίνω, γυρίζω πίσω•возвратить взятые взаймы деньги επιστρέφω τα δανικά χρήματα, που πήρα•
возвратить пленных επιστρέφω τους αιχμαλώτους.
2. (επ)ανακτώ•возвратить силы επανακτώ τις δυνάμεις•
возвратить здоровье επανακτώ την υγεία.
3. γυρίζω υποχρεώνω να γυρίσει, να επιστρέψει•возвратить гонца с дороги γυρίζω τον αγγελιοφόρο από το δρόμο.
εκφρ.возвратить к жизни – επαναφέρω στη ζωή.1. επανέρχομαι, επιστρέφω, ξαναγυρίζω, ξανάρχομαι, επανακάμπτω.2. (επ)ανακτιέμαι, επανέρχομαι•сознание у больного -лось ο άρρωστος επανέκτησε τις αισθήσεις.
-
4 вернуть
вернуть επιστρέφω, γυρίζω' δίνω πίσω (отдать) \вернуться επιστρέφω, γυρίζω, επανέρχομαι \вернуться домой γυρίζω σπίτι* * *= вернутьсяεπιστρέφω, γυρίζω; δίνω πίσω ( отдать) -
5 возвратить
возвратить, возвращать επιστρέφω, γυρίζω' δίνω πίσω (отдать) \возвратиться επιστρέφω, γυρίζω, επανέρχομαι; \возвратиться домой γυρίζω σπίτι* * *= возвращатьεπιστρέφω, γυρίζω; δίνω πίσω ( отдать) -
6 вернуть
-ну, -нешь, ρ.σ.μ.1. επιστρέφω, επαναδίδω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•вернуть книгу επιστρέφω το βιβλίο•
вернуть долг ξεπλερώνω το χρέος.
2. επαναφέρω, αποδίδω•вернуть здоровье αποκατασταίνιο την υγεία•
прошлого не вернуть το παρελθόν δεν ξαναγυρίζει.
1. επανέρχομαι, επιστρέφω, γυρίζω πίσω•мой, брат -лся из отпуска ο αδερφός μου επέστρεψε από την άδεια•
солдат -лся домой ο στρατιώτης γύρισε στο σπίτι του.
|| μτφ. συνέρχομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου•ему -лось сознание αυτός συνήλθε από τη λιποθυμία.
|| μτφ. ε αναλαβαίνω•-к прежнему разговору ξαναγυρίζω στην κουβέντα που πριν είχαμε.
2. -ну, -нешь, ρ.σ. (απλ.) περιστρέφω• περιστρέφω μια φορά. -
7 отдавать
отдавать, отдать 1) δίνω πίσω, επιστρέφω (вернуть ) 2) (помещать) βάζω, τοποθετώ 3) (посвящать) δίνω, αφιερώνω; \отдавать жизнь Ουσιάζω τη ζωή μου ◇ \отдавать якорь αγκυροβολώ, ρίχνω την άγκυρα* * *= отдать1) δίνω πίσω, επιστρέφω ( вернуть)2) ( помещать) βάζω, τοποθετώ3) ( посвящать) δίνω, αφιερώνωотдава́ть жизнь — θυσιάζω τη ζωή μου
••отдава́ть я́корь — αγκυροβολώ, ρίχνω την άγκυρα
-
8 вернуть
вернутьсов1. (отдать обратно) ἐπιστρέφω (μετ.):\вернуть долг ἐπιστρέφω τό χρέος·2. (получить обратно) παίρνω πίσω:\вернуть здоровье ἀποκτῶ ξανά τήν ὑγεία μου, ξαναβρίσκω τήν ὑγεία μου·3. (заставить вернуться) ἐπαναφέρω, γυρίζω πίσω. -
9 возвращаться
возвращать||сяἐπανέρχομαι, ἐπιστρέφω, γυρίζω πίσω, ἐπανακάμπτω:\возвращатьсяся домой ἐπιστρέφω (στό) σπίτι μου. -
10 обратно
обратн||онареч1. (назад) πίσω, προς τά (ό)πίσω:\обратно идти, ехать πηγαίνω (или γυρίζω) (ό)πίσα>, ἐπιστρέφω· давать \обратно δίνω πίσω, ἐπιστρέφω· брать \обратно παίρνω πίσω· туда и \обратно νά πᾶς καί νάρθεις· билет туда́ и \обратно είσιτήριο μέ ἐπιστροφή·2. (противоположно, наоборот) ἀντίστροφα, ἀντιστρόφως:\обратно пропорциональный мат ἀντιστρόφως ἀνάλογος· \обратно действующий ἀναδρομικός. -
11 съездить
съездитьсов πηγαίνω καί ἐπιστρέφω, κάνω ταξίδι καί ἐπιστρέφω. -
12 вертать
ρ.δ.(απλ.) γυρίζω, γυρνώ, επιστρέφω•-ай назад! γύρνα πίσω!
γυρίζω, επιστρέφω•-айтесь назад! γυρνάτε πίσω!
-
13 отдать
-дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, дадут, παρλθ. - χρ. отдал-ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -оρ.σ.μ.1. αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•отдать книги в библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•
отдать долг δίνω το χρέος.
2. παραδίνω, εγχειρίζω. || παραχωρώ. || μτφ. ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω: αφιερώνω•отдать делу все свой силы δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου.
|| θυσιάζω, δίνω για χάρη. || παραδίνω•отдать город неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό.
|| όίνω, παραδίνω•отдать туфли на ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση•
отдать платье на чистку όίνω το φόρεμα για καθάρισμα.
|| βάζω, στέλλω, παραδίνω•отдать ребнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση•
сына в школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχολείο.
|| παντρεύω•в двадцать лет е -ли замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν.
|| παραπέμπω•отдать в суд παραδίνω στο δικαστήριο.
3. πουλώ•я -ал вещь за пятьдесять рублей πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια.
|| πληρώνω•за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια.
4. (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): отдать приказ (приказание) διατάζω•отдать под заклад ενεχυριάζω (βάζω ως ενέχυρο)•
отдать внам ενοικιάζω•
отдать визит επισκέπτομαι•
отдать якорь αγκυροβολώ•
отдать поклон υποκλίνομαι.
5. τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκπυρσοκρότηση)•ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναξε στον ώμο.
|| προκαλώ πόνο•-ло в спину μου προκάλεσε πόνο στη ράχη.
6. αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω•отдать повод αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία).
|| στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό).7. αμ. αναμερίζω, κάνω•-ай назад κάνε πίσω.
εκφρ.отдать руку дочери – δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω).1. παραδίδομαι•он -лся в их распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους•
неприятель -лся победителю ο εχθρός παραδόθηκε στο νικητή.
2. αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι.3. (για γυναίκα)• παραδίδομαι, υποκύπτω•она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ αυτόν.
4. (για ήχο) αντηχώ, αντιλαλώ. || βρίσκω απήχηση, προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης κ.τ.τ. -
14 возвратить
1. (отдать обратно, вернуть в исходное положение) αποδίδω, επιστρέφωγυρίζω πίσω, επαναφέρω2. (вновь обрести) (επ)ανακτώ 3. (заставить вернуться) γυρίζω, υποχρεώνω σε επιστροφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > возвратить
-
15 груз
1. (товар, кладь) το φορτί/ο, το εμπόρευμαнасыпной - χύδην/σε χύμαнеобъявленный - (не включённый в таможенную декларацию) см. незаявленный -2. (весовой признак) το βάρος 3.(тяжёлый предмет) το φορτίο, το άχθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > груз
-
16 задаток
1. (часть общей суммы, уплачиваемая вперед) η προκαταβολ/ήвнести - δίνω/πληρώνω την -давать - πληρώνω/δίνω την -2. -ки мн. (зачатки каких-л. способностей, наклонностей) οι κλίσεις, οι φυσικές ικανότητες, οι έξεις, τα προσόντα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задаток
-
17 отдать
1. (возвратить) επιστρέφω, δίνω πίσω, αποδίδω 2. (передать, дать) παραδίδω, δίνω 3. (продать, отдать по какой-л. цене) δίνω 4. мор.- якорь ρίχνω την άγκυρα, ποντίζω την άγκυραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отдать
-
18 прилететь
φτάνω, επιστρέφω, έρχομαι (αεροπορικώς)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прилететь
-
19 вернуться
-
20 вернуться
вернуть||ся1. ἐπιστρέφω (άμετ.), γυρίζω πίσω, ἐπανέρχομαι, ἐπανακάμπτω:\вернутьсяся домой γυρίζω στό σπίτι· к нему́ верну́-лось сознание συνήλθε, ήρθε στά συγκαλά του·2. (к деятельности, привычкам и т. п.) ξαναγυρίζω, ἐπανέρχομαι, ἀναλαμβάνω πάλιν:\вернутьсяся к вопросу ἐπανέρχομαι είς τό ζήτημα.
См. также в других словарях:
ἐπιστρέφω — turn about pres subj act 1st sg ἐπιστρέφω turn about pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστρέφω — επιστρέφω, επέστρεψα βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επιστρέφω — (AM ἐπιστρέφω) [στρέφω] επανέρχομαι, γυρίζω πίσω («θα επιστρέψω σε μία ώρα») μσν. νεοελλ. στέλνω κάτι πίσω («επέστρεψα τα βιβλία») μσν. 1. ανταποδίδω 2. απομακρύνω, αποτρέπω από κάτι κακό 3. μεταβάλλω 4. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη 5. μέσ.… … Dictionary of Greek
επιστρέφω — επίστρεψα και επέστρεψα, επιστράφηκα 1. μτβ., στρέφω κάτι πίσω, το δίνω πίσω, το γυρίζω πίσω: Επιστρέφω τα δώρα. 2. αμτβ., γυρίζω στο μέρος από όπου αναχώρησα, γυρίζω πίσω: Θα επιστρέψω σε μισή ώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπεστραμμένα — ἐπιστρέφω turn about perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐπεστραμμένᾱ , ἐπιστρέφω turn about perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐπεστραμμένᾱ , ἐπιστρέφω turn about perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστρέφεσθε — ἐπιστρέφω turn about pres imperat mp 2nd pl ἐπιστρέφω turn about pres ind mp 2nd pl ἐπιστρέφω turn about imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστρέφετε — ἐπιστρέφω turn about pres imperat act 2nd pl ἐπιστρέφω turn about pres ind act 2nd pl ἐπιστρέφω turn about imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστρέφῃ — ἐπιστρέφω turn about pres subj mp 2nd sg ἐπιστρέφω turn about pres ind mp 2nd sg ἐπιστρέφω turn about pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστρέψουσι — ἐπιστρέφω turn about aor subj act 3rd pl (epic) ἐπιστρέφω turn about fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιστρέφω turn about fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστρέψουσιν — ἐπιστρέφω turn about aor subj act 3rd pl (epic) ἐπιστρέφω turn about fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιστρέφω turn about fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστρέψω — ἐπιστρέφω turn about aor subj act 1st sg ἐπιστρέφω turn about fut ind act 1st sg ἐπιστρέφω turn about aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)