-
1 обратно
обратно προς τα πίσω, αντίστροφα* идти \обратно γυρίζω πίσω, επιστρέφω· вернуть \обратно επιστρέφω* * *προς τα πίσω, αντίστροφαидти́ обра́тно — γυρίζω πίσω, επιστρέφω
верну́ть обра́тно — επιστρέφω
-
2 вразрез
ενάντιααντίθετααντίστροφαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вразрез
-
3 дробь
1. (число, состоящее из частей единицы) το κλάσμα-и с общим{}одинаковым{} знаменателем ομώνυμα - ταнеправильная - νοθό -, καταχρηστικό -простая - απλό -, κοινό -2. (косая черта дроби) η κάθετοςη (λοξή) γραμμή του κλάσματος3. (металличе-ская) (лит.) το σφαιρίδιοсвинцовая - από μόλυβδο/από μολύβιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дробь
-
4 обратно
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обратно
-
5 вразрез
вразрезнареч ἐνάντια, ἀντίθετα, ἀντίστροφα:идти \вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα (κόντρα) σέ κάτι. -
6 обратно
обратн||онареч1. (назад) πίσω, προς τά (ό)πίσω:\обратно идти, ехать πηγαίνω (или γυρίζω) (ό)πίσα>, ἐπιστρέφω· давать \обратно δίνω πίσω, ἐπιστρέφω· брать \обратно παίρνω πίσω· туда и \обратно νά πᾶς καί νάρθεις· билет туда́ и \обратно είσιτήριο μέ ἐπιστροφή·2. (противоположно, наоборот) ἀντίστροφα, ἀντιστρόφως:\обратно пропорциональный мат ἀντιστρόφως ἀνάλογος· \обратно действующий ἀναδρομικός. -
7 inverse problems
French\ \ problèmes inversesGerman\ \ inverse ProblemeDutch\ \ inverse problemenItalian\ \ problemi inversiSpanish\ \ problemas inversosCatalan\ \ problemes inversosPortuguese\ \ problemas inversosRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ inversproblemGreek\ \ αντίστροφα προβλήματαFinnish\ \ käänteisongelmatHungarian\ \ -Turkish\ \ ters problemlerEstonian\ \ -Lithuanian\ \ -Slovenian\ \ -Polish\ \ -Russian\ \ обратные задачиUkrainian\ \ обернені задачіSerbian\ \ инверзни проблемиIcelandic\ \ andhverfa vandamálEuskara\ \ alderantzizkoa arazoakFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ مشاكل عكسيةAfrikaans\ \ inverse problemeChinese\ \ -Korean\ \ 역 문제 -
8 вверх
επίρ.1. προς τα επάνω•подниматься вверх ανεβαίνω επάνω•
руки вверх! επάνω τα χέρια!
2. (για ποτάμι) προς τα πάνω, κατά τον άνω ρουν, προς τις πηγές•вверх по реке κατά τον άνω ρουν του ποταμού•
вверх дном ή вверх ногами τελείως αντίστροφα, αντίθετα, ανάποδα.
-
9 навыворот
επίρ.(απλ.) ανάποδα, αντίστροφα. || μτφ. αντίξοα παρά την προσδοκία. -
10 наизнанку
επίρ.ανάποδα, αντίστροφα, από την ανάποδη•вывернуть наизнанку γυρίζω ανάποδα, αναστρέφω•
у нас всё делается наизнанку όλα μας πάνε ανάποδα.
-
11 наоборот
επίρ.1. αντίθετα αντίστροφα• ανάποδα•надеть наоборот φορώ ανάποδα.
2. εντελώς διαφορετικά, τουναντίον, αλλιώς, αλλιώτικα. -
12 обратно
επίρ.αντίστροφα, αντίθετα- ανα δρομικά•повернуть обратно γυρίζω πίσω•
течь αναρρέω, παλιρροώ•
обратно пропорциональный αντιστρόφως ανάλογα.
|| πίσω, προς τα πίσω•идти обратно πηγαίνω πίσω (επιστρέφω)•
взять (получить) обратно παίρνω πίσω.
|| πάλι ξανά•пришл и обратно ушл ήρθε και ξανά έφυγε.
-
13 превратно
επίρ.στραβά, εσφαλμένα, αντίστροφα, ανάποδα. -
14 тормашки
тормашки:вверх -ами κ. παλ. вверх тормашки: α) βλ. кувырком; β) ανάποδα, αντίστροφα. -
15 травести
ουδ. άκλ.1. ανδρικός ρόλος εκτελούμενος από γυναίκα και αντίστροφα. || μεταμφιεσμένος.2. ποιητικό χιούμορ παραπλήσιο της παρωδίας.
См. также в других словарях:
ἀντίστροφα — ἀντίστροφος turned so as to face one another neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστροφάν — ἀντιστροφά̱ν , ἀντιστροφή a turning about fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστροφάς — ἀντιστροφά̱ς , ἀντιστροφή a turning about fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
συντεταγμένες — Ο όρος χρησιμοποιείται, ιδιαίτερα, στην αναλυτική γεωμετρία. Έστω x’Ox μια ευθεία, όπου Ο ένα δεδομένο σημείο της (Σχ. 1), θετική φορά πάνω σ’ αυτή η φορά προς το x, και Θ ένα σημείο ως παράσταση του αριθμού 1· η ευθεία x’Ox ονομάζεται… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
ανάπαλιν — (Α ἀνάπαλιν) (Ν και τανάπαλιν) πίσω ξανά, πάλι πίσω, αντίθετα, αντίστροφα αρχ. 1. πάλι, ξανά, εκ νέου 2. με αντίθετο τρόπο, αντίθετα 3. αντίστροφα, ανάποδα 4. φρ. «ὁ ἀνάπαλιν λόγος», ο αντίστροφος λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πάλιν] … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek