Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

επιδιώκω

  • 1 стремиться

    επιδιώκω, προσπαθώ, επιζητώ, αποσκοπώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стремиться

  • 2 преследовать

    преследовать
    несов
    1. καταδιώκω, κυνηγώ:
    \преследовать зверя θηρεύω, κυνηγώ· \преследовать врага по пятам καταδιώκω τόν ἐχθρό κατά πόδας·
    2. (подвергать гонениям) διώκω, κατατρέχω·
    3. (о законе) διώκω:
    \преследовать в судебном порядке διώκω ποινικώς·
    4. (донимать\преследовать о мыслях и т. п.) κυνηγώ, καταδιώκω, βασανίζω:
    эта мысль \преследоватьует меня ἡ ίδέα αὐτη μέ καταδιώκει·
    5. (стремиться к чему-л.) ἐπιδιώκω, ἐπιζητώ:
    \преследовать цель ἐπιδιώκω, ἀποσκοπώ, ἀποβλέπω· \преследовать собственные интересы ἐπιδιώκω τά ἀτομικά μου συμφέροντα

    Русско-новогреческий словарь > преследовать

  • 3 домогаться

    ρ.δ.
    επιδιώκω, κυνηγώ, επιζητώ επίμονα, τρώγομαι• αποβλέπω, εποφθαλμιώ•

    власти επιδιώκω να πάρω την εξουσία•

    домогаться признания επιζητώ την αναγνώριση•

    домогаться повышение по службе επιδιώκω επίμονα την προαγωγή στην υπηρεσία•

    он долго -лся этого места από καιρό αυτός κυνηγούσε αυτή τη θέση•

    домогаться известной должности εποφθαλμιώ περίφημο αξίωμα•

    -почестей επιζητώ τιμές.

    Большой русско-греческий словарь > домогаться

  • 4 напроситься

    -ошусь, -осишься ρ.σ.
    1. ζητώ επίμονα, παρακαλώ.
    2. επιδιώκω, γυρεύω, επιζητώ•

    напроситься в гости επιδιώκω να με καλέσουν φιλοξενούμενο•

    напроситься на комплимент επιζητώ τα κοπλιμέντα•

    напроситься в друзья επιδιώκω, τη φιλία τους•

    напроситься идти вместе επιζητώ να με πάρουν μαζί τους.

    3. (απλ.)
    επιμένω στην τιμή, ζητώ (για πώληση, εμπόριο).

    Большой русско-греческий словарь > напроситься

  • 5 стремиться

    стремиться επιδιώκω, επιζητώ
    * * *
    επιδιώκω, επιζητώ

    Русско-греческий словарь > стремиться

  • 6 добиваться

    добиваться
    несов προσπαθώ νά πετύχω, ἐπιδιώκω, ἐπιζητῶ:
    от него́ слова не добьешься δέν μπορείς νά τοῦ ἀποσπάσεις ὁὔτε λέξη· упорно \добиваться чего-л. ἐπιζητω ἐπίμονα νά κατορθώσω κάτι· \добиваться с трудом κατορθώνω κάτι μέ δυσκολία· \добиваться решения ἐπιδιώκω τήν λύση τοῦ ζητήματος· \добиваться своего́ προσπαθώ νά πετύχω τόν σκοπό μου.

    Русско-новогреческий словарь > добиваться

  • 7 напрашиваться

    напрашив||аться
    несов
    1. разг πάω φιρί φιρί, ἐπιδιώκω νά...:
    \напрашиваться на обед ἐπιδιώκω νά μέ καλεσουν σέ γεύμα· \напрашиваться на комплименты ἐπιζητώ κομπλιμέντα·
    2. (о мысли и т. ἡ.) βγαίνω μόνος μου:
    \напрашиватьсяается вывод βγαίνει μόνο του τό συμπέρασμα например вводн. сл. παραδείγματος χάριν, λόγου χάρη.

    Русско-новогреческий словарь > напрашиваться

  • 8 лезть

    лезу, лезешь, παρλθ. χρ. лез, -ла, -ло; προστκ. лезь ρ.δ.
    1. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω•

    лезть на дерево σκαρφαλώνω στο δέντρο•

    лезть на скалы σκαρφαλώνω στα βράχια.

    || κατεβαίνω αγκιστρωνόμενος.
    2. διαπερνώ, εισδύω, μπαίνω έρποντας εξέρχομαι, βγαίνω έρποντας. || μπαίνω•

    лезть в ванну μπαίνω στη μπανιέρα.

    3. εισδύω, μπιχίνω για να κλέψω βάζω για να. κλέψω•

    лезть в чужой карман κλέβω από τη τσέπη.

    4. βάζω το χέρι•

    лезть в ящик βάζω το χέρι στο κιβώτιο ή στο συρτάρι.

    5. εισχωρώ, μπαίνω•

    гвозди в стенку не -зут τα•καρφιά δε μπαίνουν στον τοίχο.

    6. βγαίνω ανάμεσα από στενό μέρος.
    7. προσβάλλω συνεχώς, χτυπώ, ερεθίζω (για ήχους, μυρουδιά κ.τ.τ.).
    8. μτφ. επιδιώκω, επιζητώ να συμμετάσχω (σε μάχη, καβγά κ.τ.τ.). || απευθύνομαι, ενοχλώ. || επεμβαίνω•

    лезть не в своё дело δεν έχεις κανένα δικαίωμο. να επεμβαίνεις.

    9. επιδιώκω μεγάλα αξιώματα•

    в генералы -зет στρο:τηγός βάλθηκε να γίνει.

    10. πέφτω, μαδιέμαι (για μαλλιά).
    11. ξεφτίζομαι (για υφάσματα).
    εκφρ.
    лезть в бутылку – αγανακτώ, θυμώνω χωρίς αιτία•
    лезть в ή на глаза – προσπαθώ να φαίνομαι, να διακρίνομαι, να επιδείχνομαι•
    лезть в голову – συνέχεια μού ρχεται στο νου, δε μου βγαίνει από το μυαλό•
    лезть в чью душу – επεμβαίνω σε ξένες υποθέσεις, ζητήματα, αισθήματα κ.τ.τ. лезть на стену γίνομαι έξαλλος, έξω φρενών•
    не -зет в горло ή в рот – δεν κατεβαίνει στο λαιμό (δε μου τραβάει, δεν έχω όρεξη)•
    не лезть за словом в карман – έχω έτοιμη την απάντηση, είμαι ετοιμόλογος.

    Большой русско-греческий словарь > лезть

  • 9 набить

    -бью, -бьшь, προστκ. набей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω, πληρώ στουπώνω•

    набить подушку пухом γεμίζω το προσκέφαλο με πούπουλα•

    чучело соломой γεμίζω το σκιάχτρο με άχυρα•

    набить трубку табаком γεμίζω το τσιμπούκι με καπνό.

    2. μπήγω, χτυπώ•

    набить гво3ды в стену χτυπώ καρφιά στον τοίχο•

    набить сваи μπήγω πασσάλους.

    3. βάζω, περνώ χτυπώντας•

    набить обручи на кадку περνώ στεφάνια στο καδί.

    4. βλάπτω μέλος του σώματος με χτύπημα ή τριβή•

    набить плечо πληγιάζω τον ώμο με το τρίψιμο•

    набить шишку на лбу κάνω καρούμπαλο στο μέτωπο•

    пусть бга-ет, ноги забьт ας τρέχει, τα πόδια θα του πονέσουν.

    5. πατώ, κάνω συνεκτικό•

    путь был набит ο δρόμος ήταν πατημένος.

    6. τυπώνω σχέδια σε ύφασμα.
    7. σκοτώνω, φονεύω πολλούς, -ές, -ά•

    набить уток σκοτώνω πολλά παπιά.

    || ρίχνω, ραβδίζω(σε μεγάλη ποσότητα)•

    набить желудей с дуба ρίχνω κάτω πολλά βαλανίδια από τη βαλανιδιά.

    8. σπάζω (πολλά)•
    9. παρασύρω, ρίχνω•

    набить к берегу παρασέρνω στην ακτή.

    10. χτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ
    εκφρ.
    набить кармам – φουσκώνω τη τσέπη χρήματα (πλουτίζω)•
    набить мошну – γεμίζω το πουγγί χρήματα (θησαυρίζω)•
    набить руку – εξασκούμαι, αποκτώ πείρα, τρίβομαι•
    набить себе цену – επιδείχνομαι•
    набить цену – αυξαίνω την τιμή, υπερτιμώ.
    1. γεμίζω, πληρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. επιζητώ, αναζητώ, επιδιώκω•

    на дружбу набить επιδιώκω τη φιλία με κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > набить

  • 10 преследовать

    1. (гнаться за кем-, чем-л.) καταδιώκω, κυνηγώ 2. (неотступно следовать за кем-л.) ακολουθώ, καταδιώκω 3. (не оставлять в покое, мучить) ενοχλώ 4. (подвергать гонениям, притеснять) διώκω, κατατρέχω 5. юр. (предавать суду, подвергать суду) διώκω 6. (стремиться к чему-л., добиваться осуществления чего-л.) επιδιώκω, σκοπεύω, στοχεύω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > преследовать

  • 11 взаимность

    взаи́мн||ость
    ж ἡ ἀμοιβαιότητα:
    добиваться \взаимностьости ἐπιδιώκω ἀμοιβαιότητα (στον ἔρωτα).

    Русско-новогреческий словарь > взаимность

  • 12 выпытывать

    выпытывать
    несов (что-л. у кого-л.) προσπαθώ (или ἐπιζητώ, ἐπιδιώκω) νά μάθω:
    \выпытывать секрет προσπαθώ νά μάθω τό μυστικό.

    Русско-новогреческий словарь > выпытывать

  • 13 гоняться

    гонять||ся
    1. (преследовать) καταδιώκω, κυνηγώ:
    *-ся Друг за дру́-гом κυνηγώ ὁ ἕνας τόν ἀλλον
    2. (стремиться к чему-л.) разг ἐπιδιώκω, ἐπιζητώ, κυνηγώ:
    *-ся ва почестями ἐπιζητώ τιμές· \гонятьсяся за славой κυνηγώ τή δόξα.

    Русско-новогреческий словарь > гоняться

  • 14 домогаться

    домогаться
    несов επιδιώκω, ζητῶ ἐπίμονα, ἀπαιτῶ, ἐκβιάζω.

    Русско-новогреческий словарь > домогаться

  • 15 набиваться

    набивать||ся
    1. (наполняться) γεμίζω (άμετ.)·
    2. (напрашиваться) разг ἐπιζητώ, ἐπιδιώκω:
    \набиватьсяся в друзья ἐπιζητῶ τήν φιλία κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > набиваться

  • 16 стремиться

    стрем||и́ться
    несов (добиваться) ἐπιδιώκω.

    Русско-новогреческий словарь > стремиться

  • 17 целить

    целить, целиться
    несов
    1. σκοπεύω, σημαδεύω·
    2. перен разг βάζω στό μάτι, ἐπιδιώκω, ἀποβλέπω σέ κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > целить

  • 18 целиться

    целить, целиться
    несов
    1. σκοπεύω, σημαδεύω·
    2. перен разг βάζω στό μάτι, ἐπιδιώκω, ἀποβλέπω σέ κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > целиться

  • 19 напрашиваться

    [ναπράσυβατ’σα] ρ. πάω φιρί-φιρί, επιδιώκω να...

    Русско-греческий новый словарь > напрашиваться

  • 20 стремиться

    [στριμίτσα] ρ. επιδιώκω

    Русско-греческий новый словарь > стремиться

См. также в других словарях:

  • επιδιώκω — επιδιώκω, επιδίωξα βλ. πίν. 25 Σημειώσεις: επιδιώκω : απαντάται και η λόγια άτονη εσωτερική αύξηση επεδίωκα – επεδίωξα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐπιδιώκω — pursue after pres subj act 1st sg ἐπιδιώκω pursue after pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιδιώκω — (AM ἐπιδιώκω) νεοελλ. προσπαθώ με επιμονή να επιτύχω κάτι, επιζητώ αρχ. μσν. καταδιώκω αρχ. 1. κινώ νέα αγωγή 2. διηγούμαι, απαγγέλλω στη συνέχεια …   Dictionary of Greek

  • επιδιώκω — επιδίωξα, επιδιώχτηκα, μτβ., επιζητώ κάτι πολύ καιρό ή με επιμονή, προσπαθώ να αποκτήσω: Επιδιώκει διορισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιδιώκετον — ἐπιδιώκω pursue after pres imperat act 2nd dual ἐπιδιώκω pursue after pres ind act 3rd dual ἐπιδιώκω pursue after pres ind act 2nd dual ἐπιδιώκω pursue after imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδιώκετε — ἐπιδιώκω pursue after pres imperat act 2nd pl ἐπιδιώκω pursue after pres ind act 2nd pl ἐπιδιώκω pursue after imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδιώκῃ — ἐπιδιώκω pursue after pres subj mp 2nd sg ἐπιδιώκω pursue after pres ind mp 2nd sg ἐπιδιώκω pursue after pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδιώξουσιν — ἐπιδιώκω pursue after aor subj act 3rd pl (epic) ἐπιδιώκω pursue after fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιδιώκω pursue after fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεδίωκον — ἐπιδιώκω pursue after imperf ind act 3rd pl ἐπιδιώκω pursue after imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδιωκόντων — ἐπιδιώκω pursue after pres part act masc/neut gen pl ἐπιδιώκω pursue after pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδιωξάντων — ἐπιδιώκω pursue after aor part act masc/neut gen pl ἐπιδιώκω pursue after aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»