-
1 наложить
επιβάλλωθέτωβάζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наложить
-
2 наложить
наложить 1) (положить) θέτω, βάλλω* \наложить повязку επιδένω 2) (назначить что-л.) επιθέτω, επιβάλλω" \наложить штраф επιβάλλω πρόστιμο* * *1) ( положить) θέτω, βάλλωналожи́ть повя́зку — επιδένω
2) (назначить что-л.) επιθέτω, επιβάλλωналожи́ть штраф — επιβάλλω πρόστιμο
-
3 обложить
обложить επιβάλλω; \обложить налогом φορολογώ, επιβάλλω φόρο* * *обложи́ть нало́гом — φορολογώ, επιβάλλω φόρο
-
4 установить
-овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. установленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. εγκατασταίνω, τοποθετώ, εγκαθιδρύω•установить машину εγκατασταίνω μηχανή.
|| κανονίζω•установить орудия по прицелу κανονίζω τη σκόπευση τωνπυροβόλων.
|| αποκατασταίνω, αποκαθιστώ•установить связь αποκατασταίνω τη σύνδεση (επικοινωνία).
|| συνταυτίζω, φέρω σε αντ ιστό ιχία, αντ ιστοιχώ.2. καθιερώνω, βάζω σε εφσ.ρμογή•установить наблюдение за подозрительными лицами βάζω υπο παρακολούθηση ύποπτα πρόσωπα.
3. ορίζω, καθορίζω• βάζω•установить цену καθορίζω την τιμή•
установить расписание καθορίζω το ωρολόγιο πρόγραμμα.
4. επιβάλλω•установить тишину επιβάλλω ησυχία•
установить порядок επιβάλλω τάξη.
5. προσδιορίζω, καθορίζω, εξακριβώνω, διαπιστώνω•из-за тумана мы не смогли установить силы врага λόγω της ομίχλης δεν μπορέσαμε να προσδιορίσομε τις εχθρικές δυνάμεις.
6. βλ. уставить (4 σημ.).1. (απλ.) τοποθετούμαι, μπαίνω, χωρώ.2. καθιερώνομαι θεσπίζομαι•-лся обычай έγινε συνήθεια.
|| επικρατώ•-лся порядок επεκράτησε τάξη•
-лась тишина επεκράτησε ησυχία.
|| σταθεροποιούμαι•погода -лась ο καιρός σταθεροποιήθηκε.
|| μπαίνω σε εφαρμογή, πραγματοποιούμαι• αποκατασταίνομαι•мвду центром и периферией -лась прочная связь αναμεαα στο κέντρο και την περιφέρεια αποκαταστάθηκε μόνιμη σύνδεση (ή επικοινωνία).
3. διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι•он ещё не -лся αυτός ακόμα δε διαμορφώθηκε•
голос у него не вполно -лось η φωνή του ακόμα δε διαμορφώθηκε πλήρως.
4. βλ. уставиться (4 σημ.). -
5 взыскание
взыскание с (наказание) η τιμωρία, η ποινή· наложить \взыскание επιβάλλω τιμωρία* * *с( наказание) η τιμωρία, η ποινήналожи́ть взыска́ние — επιβάλλω τιμωρία
-
6 навязать
-
7 налог
налог м о φόρος' облагать \налогом φορολογώ, επιβάλλω φόρο* * *мο φόροςоблага́ть нало́гом — φορολογώ, επιβάλλω φόρο
-
8 подвергать
подвергать, подвергнуть υποβάλλω* \подвергать наказанию επιβάλλω ποινή \подвергаться υποβάλλομαι, εκτίθεμαι· \подвергаться опасности διατρέχω κίνδυνο· \подвергаться критике εκτίθεμαι σε κριτική* * *= подвергнутьподверга́ть наказа́нию — επιβάλλω ποινή
-
9 водворить
водворитьсов, водворять несов1. (поселять, помещать) ἐγκαθιστῶ, κατοικίζω:\водворить на место βάζω στή θέση του·2. (устанавливать) ἀποκαθιστώ, ἐπιβάλλω:\водворить порядок ἀποκαθιστώ (или ἐπιβάλλω) τήν τάξη. -
10 диктовать
диктоватьнесов прям., черен. ὑπαγορεύω/ ἐπιβάλλω (тк. перен):\диктовать свою волю ἐπιβάλλω (или ὑπαγορεύω) τή θέληση μου· \диктовать условия ὑπαγορεύω τους ὄρους. -
11 навязывать
навязыватьнесов1. (наматывать) (προσ)δένω·2. (заставлять принять) ἐπιβάλλω:\навязывать свое мнение ἐπιβάλλω τήν ἄποψή μου·3. (о вязаных изделиях) πλέκω (σε μεγάλη ποσότητα). -
12 налагать
налагатьнесов ἐπιβάλλω:\налагать запрещение на имущество юр. ἐνεργω κατάσχεση ἐπί τῆς περιουσίας· \налагать взыскание ἐπιβάλλω τιμωρία· \налагать арест δεσμεύω· \налагать штраф βάζω πρόστιμο. -
13 делать
ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.деланный, βρ: -лан, -а, -о.1. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω•делать мебель φτιάχνω έπιπλο.
|| δημιουργώ.2. ασχολούμαι, διεξάγω•делать опыты κάνω πειράματα.
|| κάνω•делать выбор κάνω εκλογή, εκλέγω•
делать уроки κάνω τα μαθήματα•
делать ошибку κάνω (διαπράττω) λάθος•
делать предложение κάνω πρόταση, προτείνω•
делать попытку κάνω απόπειρα, αποπειρώμαι• κάνω προσπάθεια•
делать подарок κάνω δώρο, δωρίζω•
делать покупки κάνω τα ψώνια, ψωνίζω•
делать различия κάνω διακρίσεις•
делать прогулку κάνω περίπατο•
делать глупости κάνω (διαπράττω) ανοησίες.
|| επιβάλλω•делать выговор επιβάλλω ποινή.
|| εκτελώ•делать сто оборотов в минуту κάνω εκατό στροφές στο λεπτό.
3. συμπεριφέρομαι, ενεργώ•делать все по своему κάνω πάντα από κεφαλιού μου, όπως μου αρέοει.
|| παρέχω προξενώ•делать добро κάνω καλό•
делать одолжение δανείζω.
εκφρ.это -ет вам честь – αυτό σας τιμά•что с ним -? – τι να κάνεις μ’ αυτόν;•нечего делать – δεν έχω τι να κάνω•делать всеобщим – γενικεύω•делать на скорую руку – κάνω (διεκπεραινω) στα γρήγορα•делать мину (ή лицо, физиономию) – κάνω μορφασμό, μορφάζω" делать упреки μέμφομαι, κακίζω, ψέγω•делать под себя – τα κάνω ή κατουριέμαι στο κρεβάτι•от нечего делать – μη έχοντας τι να κάνω.1. γίνομαι, καθίσταμαι•злым γίνομαι κακός (ή αγριεύω)•
погода -ется хуже и хуже ο καιρός όλο και -χειροτερεύει•
-ется темно σκοτεινιάζει•
делать скупым γίνομαι τσιγγούνης•
он -ется смешным αυτός γίνεται γελοίος (γελοιοποιείται).
2. συμβαίνω•что у вас -ется дома? τι συμβαίνει (τι γίνεται) στο σπίτι σας;•
что с ним -ется? τι του συμβαίνει;•
как это -ется? πως συμβαίνει (γίνεται) αυτό;•
с ним иногда -ются обморки συμβαίνει κάποτε αυτός να λιποθυμά•
там -ются странные вещи εκεί συμβαίνουν παράξενα πράγματα•
ему -ется дурно от этого питья αυτός γίνεται χάλια απ’ αυτό το πιοτό.
|| αναφύομαι, αναπτύσσομαι, βγαίνω•у него -ется нарыв на ноге στο πόδι του βγαίνει σπυρί.
3. σχηματίζομαι, δημιουργούμαι•на стене -ются трещины ο τοίχος σχηματίζει ρωγμές (ραγίζεται, σκάζει).
4. κατασκευάζομαι, φτιάχνομαι. || συμπεριφέρομαι•-итесь с ним, как знаете συμπεριφερθήτε του, όπως ξέρετε.
εκφρ.что ему (тебе, мне – κ.τ.τ.) -ется τι μπορεί να του συμβαίνει. -
14 наложить
-ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наложенный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. επιθέτω, επιβάλλω. || θέτω, βάζω, τοποθετώ.2. καλύπτω, σκεπάζω.3. γεμίζω, πληρώ.4. με σημ. ρ. σχηματιζόμενου από το αντικείμενο•арест на имущество κατάσχω την περιουσία•
-запрт απαγορεύω•
наложить налог φορολογώ•
наложить штраф προστιμάρω•
наложить на город контрибуцию επιβάλλω στην πόλη συνεισφορά•
наложить воз дров φορτώνω ένα κάρο καυσόξυλα.
|| γράφω• θεωρώ•наложить резолюцию на заявление γράφω απόφαση πάνω στην αίτηση•
наложить визу θεωρώ διαβατήριο,
5. χτυπώ, δέρνω, ξυλίζω.εκφρ.наложить печать (-ти) – σφραγίζω, κλείνω (απαγορεύω τη χρησιμοποίηση)•- печать на помещение – σφραγίζω οίκημα•наложить печать на кого – αφήνω τα ίχνη επίδρασης σε κάποιον•наложить руку (лапу)на что – καταχτώ, βάζω κάτω από την επίδραση μου•наложить на себя руки – αυτοκτονώ. -
15 вводить
1. (внутрь) εισάγωβάζω2. (устанавливать) καθιερώνω, εγκαθιδρύω, επιβάλλω 3. (в производство оборудование, новый завод и т.п.) θέτω σε λειτουργίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вводить
-
16 налог
ο φόρ/οςльготы на - η φορολογική απαλλαγή, η φορολογική ατέλειαнеоблагаемый - ом αφορολόγητος, χωρίς φορολογική επιβάρυνσηоблагать - ом φορολογώ, επιβάλλω φόροосвобождение от - ов η φορολογική απαλλαγή, η φορολογική ατέλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > налог
-
17 обязать
υποχρεώνω, αναγκάζω, επιβάλλω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обязать
-
18 принуждать
(εξ)αναγκάζω, υποχρεώνω, καταναγκάζω, επιβάλλω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > принуждать
-
19 присудить
1. (приговорить) (καταδικάζω, επιβάλλω ποινή 2. (о решении суда) αποφασίζω, παίρνω απόφαση, επιδικάζω 3. (вынести постановление ο присвоении чего-л.) απονέμω, βραβεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > присудить
-
20 штрафовать
βάζω/επιβάλλω πρόστιμο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штрафовать
См. также в других словарях:
επιβάλλω — επιβάλλω, επέβαλα βλ. πίν. 146 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επιβάλλω — (AM ἐπιβάλλω) 1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.) 2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει) είναι απαραίτητο να, πρέπει να... 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον α. νεοελλ. i. η… … Dictionary of Greek
ἐπιβάλλω — ἐπιβάλλον ephemeron neut nom/voc/acc dual ἐπιβάλλον ephemeron neut gen sg (doric aeolic) ἐπιβάλλω throw pres subj act 1st sg ἐπιβάλλω throw pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιβάλλω — επίβαλα και επέβαλα, επιβλήθηκα, επι(βε)βλημένος 1. μτβ., διατάζω, αναγκάζω: Επιβάλλω σιωπή. 2. μτβ., ορίζω (ποινή, πρόστιμο, τιμωρία): Το κράτος επέβαλε νέους φόρους. 3. το μέσ., επιβάλλομαι κατορθώνω να με υπακούουν, να με σέβονται, έχω επιβολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιβάλῃ — ἐπιβάλλω throw aor subj mp 2nd sg ἐπιβάλλω throw aor subj act 3rd sg ἐπιβά̱λῃ , ἐπιβάλλω throw aor subj mid 2nd sg (doric) ἐπιβά̱λῃ , ἐπιβάλλω throw aor subj act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβαλοῦσι — ἐπιβάλλω throw aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιβάλλω throw fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ἐπιβάλλω throw fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβαλοῦσιν — ἐπιβάλλω throw aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιβάλλω throw fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ἐπιβάλλω throw fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβεβλημένα — ἐπιβάλλω throw perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic) ἐπιβεβλημένᾱ , ἐπιβάλλω throw perf part mp fem nom/voc/acc dual (epic) ἐπιβεβλημένᾱ , ἐπιβάλλω throw perf part mp fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβάλετε — ἐπιβάλλω throw aor imperat act 2nd pl ἐπιβά̱λετε , ἐπιβάλλω throw aor subj act 2nd pl (epic doric) ἐπιβάλλω throw aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβάλλεσθε — ἐπιβάλλω throw pres imperat mp 2nd pl ἐπιβάλλω throw pres ind mp 2nd pl ἐπιβάλλω throw imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβάλλετε — ἐπιβάλλω throw pres imperat act 2nd pl ἐπιβάλλω throw pres ind act 2nd pl ἐπιβάλλω throw imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)