-
1 επεοικα
(только pf.; part. ἐπεικώς - см.: pl. ἐπεικότα) быть подходящим, подходитьἄλλον ἑλέσθω, ὅστις οἵ τ΄ ἐπέοικε Hom. — пусть (Агамемнон) другого себе изберет, кто ему подходит;
преимущ. impers. — пристало, подобает:σφῶϊν μέν τ΄ ἐπέοικε μετὰ πρώτοισιν ἐόντας ἐστάμεν Hom. — вам (обоим) надлежит находиться среди первых;οὐκ ἐπέοικε Hom. — не годится -
2 ἐπέοικα
ἐπέοικα impers.1 it is fitting c. dat. & inf.ὦ μάκαρ, τὶν δ' ἐπέοικεν Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα N. 7.95
-
3 ἐπέοικα
A to be like, suit, c. dat. pers.,ὅς τις οἷ τ' ἐπέοικε Il.9.392
: elsewh. impers., it is fit, proper, c. dat. pers. et inf.,σφῶϊν μέν τ' ἐπέοικε.. ἑστάμεν 4.341
; νέῳ δέ τε πάντ' ἐπέοικε.. κεῖσθαι ' tis a seemly thing for a young man to lie dead, 22.71, cf. Pi.N.7.95: c. acc. pers. et inf.,λαοὺς δ' οὐκ ἐπέοικε.. ταῦτ' ἐπαγείρειν Il.1.126
; : with inf. understood, ἀποδάσσομαι ὅσσ' ἐπέοικε [ἀποδάσασθαι] 24.595; οὔτ' οὖν ἐσθῆτος δευήσεαι οὔτε τευ ἄλλου, ὧν ἐπέοιχ' ἱκέτην.. ἀντιάσαντα [μὴ δεύεσθαι] Od.6.193.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπέοικα
-
4 ἐπέοικα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπέοικα
-
5 ἐπέοικα
ἐπ-έοικα, es schickt sich, gebührt sich -
6 επεικως
(τινι Aesch.)
-
7 επεοίκασιν
-
8 ἐπεοίκασιν
-
9 επέοιχ'
ἐπέοικα, ἐπέοικεperf ind act 1st sgἐπέοικε, ἐπέοικεperf imperat act 2nd sgἐπέοικε, ἐπέοικεperf ind act 3rd sg -
10 ἐπέοιχ'
ἐπέοικα, ἐπέοικεperf ind act 1st sgἐπέοικε, ἐπέοικεperf imperat act 2nd sgἐπέοικε, ἐπέοικεperf ind act 3rd sg -
11 ἐπεικώς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεικώς
-
12 ἐπιεικής
Grammatical information: adj.Meaning: `proper, fitting, suitable; solid' (Il.)Derivatives: with ἐπιείκεια `equity, reasonableness' (Ion.-Att.) and ἐπιεικεύομαι (LXX 2 Es. 9, 8 [v. l.], H.).Origin: IE [Indo-European] [1129] *u̯eik- `compare'Etymology: Opposite ἀ-εικής (s. ἀϊκής) related to ἐπέοικα and full grade as in εἰκών. - Beside it ἐπι-είκελος `comparable' (Hom., Hes.) after εἴκελος; cf. Strömberg Prefix Studies 91, Schwyzer-Debrunner 466.Page in Frisk: 1,536Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐπιεικής
См. также в других словарях:
επέοικα — ἐπέοικα (Α) 1. αρμόζω («ἀποδώσομαι ὅσσ ἐπέοικε») 2. μοιάζω («Θήρων καὶ πολλοὶ ἄλλοι οὐδὲν τι Ἀλεξάνδρῳ ἐπεοικότες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έοικα «ομοιάζω»] … Dictionary of Greek
ἐπεοίκασιν — ἐπεοίκᾱσιν , ἐπέοικε perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέοιχ' — ἐπέοικα , ἐπέοικε perf ind act 1st sg ἐπέοικε , ἐπέοικε perf imperat act 2nd sg ἐπέοικε , ἐπέοικε perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιεικής — ές (AM ἐπιεικής, ές) συγκαταβατικός, ήπιος στην κρίση του, μετριοπαθής αρχ. μσν. 1. πράος, αγαθός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιεικές α) επιείκεια, συγκαταβατικότητα β) αγαθότητα αρχ. 1. αρμόδιος, κατάλληλος («τύμβον δ’ οὐ μάλα πολλόν... ἀλλ’ ἐπιεικέα … Dictionary of Greek