Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπιεικεύομαι

См. также в других словарях:

  • επιεικεύομαι — ἐπιεικεύομαι (Α) [επιεικές] είμαι ή γίνομαι επιεικής …   Dictionary of Greek

  • ἐπιεικευομένων — ἐπιεικεύομαι to be pres part mp fem gen pl ἐπιεικεύομαι to be pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιεικευθῆναι — ἐπιεικεύομαι to be aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιεικευσάσθω — ἐπιεικεύομαι to be aor imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιεικευόμενος — ἐπιεικεύομαι to be pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιεικεύεσθαι — ἐπιεικεύομαι to be pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιεικεύεται — ἐπιεικεύομαι to be pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιεικεύσασθαι — ἐπιεικεύομαι to be aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιεικεύσατο — ἐπιεικεύομαι to be aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»