-
1 детализировать
επεξεργάζομαι λεπτομερώς, παρουσιάζω με λεπτομέρειες.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > детализировать
-
2 пропаривать
επεξεργάζομαι με ατμό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пропаривать
-
3 сульфатировать
επεξεργάζομαι μέσω του θειικού οξέος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сульфатировать
-
4 обработать
ρ.σ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.)επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι, δουλεύω•обработать деталь δουλεύω το εξάρτημα•
обработать кожу αργάζω το δέρμα•, обработать кислотой επεξεργάζομαι με οξύ•
обработать статью δουλεύω το άρθρο.
|| καθαρίζω•обработать рану καθαρίζω την πληγή.
2. (κυρλξ. κ. μτφ.) καλλιεργώ•обработать землю καλλιεργώ τη γη•
обработать свой стиль καλλιεργώ το δικό μου στυλ.
3. μτφ. δουλεύω, κάνω του χεριού μου, καταφέρνω.4. μτφ. (απλ.) ξυλοκοπώ, ξυλοφορτώνω, μπαγλαρώνω.επεξεργάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
5 препарировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.1. παρασκευάζω (για ερευνά).2. μτφ. επεξεργάζομαι•препарировать текст для издания επεξεργάζομαι κείμενο για έκδοση.
1. παρασκευάζομαι, ετοιμάζομαι.2. μτφ. επεξεργάζομαι. -
6 разработать
ρ.σ.μ.1. επεξεργάζομαι, δουλεύω•разработать гранит на колонны, на плиты επεξεργάζομαι γρανίτη για κολόνες, για πλάκες.
|| καλλιεργώ τη γη (για σπορά). || μτφ. εξασκώ, προάγω, τελειοποιώ• δουλεύω•голос певицы был мало разработан η φωνή της τραγουδίστριας λίγο καλλιεργήθηκε.
2. επεξεργάζομαι, δουλεύω, εκπονώ. || τελ,ειοποιώ.3. εξορύσσω ολοκληρωτικά• εξαντλώ•рудник полностью разработан το ορυχείο εξαντλήθηκε πλήρως.
-
7 обрабатывать
1. тех. κατεργάζομαι, επεξεργάζομαι, δουλεύω 2. (землю) καλλιεργώ (τη γη) 3. (грузы) φορτώνω-εκφορτώνω ή στοιβάζω (τα φορτία).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обрабатывать
-
8 перерабатывать
1. (подвергать обработке) μεταποιώ, επεξεργάζομαι 2. (преобразовывать в результате каких-л. процессов, делать пригодным для усвоения) αφομοιώνω 3. (переделывать, подвергая дополнительной обработке, изменять) διορθώνω, αλλάζω, επεξεργάζομαι αλλάζοντας 4. (работать дольше положенного времени) κάνω υπερωρίες.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перерабатывать
-
9 вырабатывать
вырабатывать, выработать 1) (изготовить) φτιά(χ)νω, παράγω, κατασκευάζω 2) (план, проект) επεξεργάζομαι, εκπονώ 3) (развивать, воспитывать ) αποκτώ* * *= выработать1) ( изготовить) φτιά(χ)νω, παράγω, κατασκευάζω2) (план, проект) επεξεργάζομαι, εκπονώ3) (развивать, воспитывать) αποκτώ -
10 обрабатывать
обрабатывать, обработать επεξεργάζομαι, καλλιεργώ (землю)* * *= обработатьεπεξεργάζομαι, καλλιεργώ ( землю) -
11 разрабатывать
разрабатывать, разработать επεξεργάζομαι, εκπονώ· μελετώ. εξετάζω (вопрос и т. л.)* * *= разработатьεπεξεργάζομαι, εκπονώ; μελετώ, εξετάζω (вопрос и т. п.) -
12 обрабатывать
обрабатыватьнесов, обработать сов1. κατεργάζομαι / ἀργάζω (кожу)/ καλλιεργώ (землю)·2. (написанное) δουλεύω (κάτι), ἐπεξεργάζομαι, ρετουσάρω, σμιλεύω:\обрабатывать статью ἐπεξεργάζομαι (или δουλεύω) τό ἄρθρο· ◊ \обрабатывать кого-л. груб. ψήνω κάποιον. -
13 подрабатывать
подрабатыватьнесов, подработать сов1. (зарабатывать дополнительно) κερδίζω συμπληρωματικά, βγάζω λεφτά·2. (дорабатывать) ἐπεξεργάζομαι:\подрабатывать проект ἐπεξεργάζομαι σχέδιο. -
14 выделать
ρ.σ.μ.1. επεξεργάζομαι λεπτομερώς, επιμελούμαι έργου. || εκτελώ εξαιρετικές κινήσεις (χορού)• κάνω διάφορα έξυπνα.2. κατεργάζω.επεξεργάζομαι. -
15 выработать
ρ.σ.μ.1. παράγω, κατασκευάζω, φτιάχνω. || καλλιτεχνώ, φιλοτεχνώ. || μτφ. καλλιεργώ, δουλεύω. || μτφ. διαπαιδαγωγώ, αναπτύσσω, διαμορφώνω•выработать выдержку и настойчивость διαπαιδαγωγώ στην καοτερία και υπομονή.
|| εξασκώ•выработать лошадь εξασκώ το άλογο.
2. επεξεργάζομαι, εκπονώ, δουλεύω.3. βγάζω χρήματα, κερδίζω.4. εξαντλώ•рудник был -ан το μεταλλείο εξαντλήθηκε.
1. επεξεργάζομαι• εκπονούμαι. || γίνομαι, καθίσταμαι, διαμορφώνομαι.2. (για μεταλλεία) εξαντλούμαι. -
16 переработать
ρ.σ.μ.1. επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι, δουλεύω μετατρέπω, μεταβάλλω•переработать лн επεξεργάζομαι το λινάρι.
|| χωνεύω, αφομοιώνω•желудок быстро -ал пищу το στομάχι γρήγορα χώνεψε την τροφή.
2. ξαναδουλεύω, ξαναεπεξεργάζομαι• διορθώνω•журналист -ал статью ο δημοσιογράφος ξαναδούλεψε το άρθρο.
|| μτφ. αλλάζω, διαφοροποιώ.3. εργάζομαι παραπάνω ή υπερωρίες4. παραδουλεύω, καταπονούμαι, υπερκοπιάζω.(1, 2 πρόσ. δεν έχει) μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι. || χωνεύω, αφομοιώνομαι, παρακουράζομαι, υπερκοπιάζω, καταπονούμαι. -
17 торцевать
-цуга, -цуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. торцованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.δ.μ.1. επεξεργάζομαι, δουλεύω τα άκρα (αντικειμένου).2. επιστρώνω με δοκούς.3. επιχρωματίζω με ειδική βούρτσα.επεξεργάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
18 выделывать
(производить, обрабатывать) επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выделывать
-
19 вытачивать
(на токарном станке) τορνεύωεπεξεργάζομαι στον τόρνοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вытачивать
-
20 доводить
1. (мет.-об.) τελειώνω, επεξεργάζομαι, (с притиром) τελειώνω τη λείανσηκάνω το ρεκτιφιέ2. мет. καθαρίζω/ραφινάρω (το μέταλλο) 3. (до завершения) ολοκληρώνω 4. (до какого-л. состояния) φέρνω, οδηγώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > доводить
См. также в других словарях:
επεξεργάζομαι — επεξεργάζομαι, επεξεργάστηκα, επεξεργασμένος βλ. πίν. 36 Σημειώσεις: επεξεργάζομαι : μόνο με μεταβατική αξία → επεξεργάζομαι κάτι. Είναι λάθος εκφράσεις όπως: τα κείμενα επεξεργάζονται από τους ειδικούς (σωστό : τα κείμενα επεξεργάζονται ειδικοί) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επεξεργάζομαι — (AM ἐπεξεργάζομαι) μσν. νεοελλ. 1. κατεργάζομαι πλήρως, τελειοποιώ, δίνω οριστική μορφή 2. εκπονώ αρχ. 1. επεξεργάζομαι, εκτελώ κάτι επί πλέον («ἕν δ ἐπεξεργάσατο... τοιοῡτον, ὅ πᾱσι τοῑς προτέροις ἐπέθηκε τέλος», Δημοσθ.) 2. πραγματοποιώ, φέρω… … Dictionary of Greek
επεξεργάζομαι — επεξεργάστηκα, επεξεργασμένος, μτβ., καταγίνομαι στη διόρθωση ή συμπλήρωση δημιουργήματος για την τελειότερη εμφάνισή του, κατεργάζομαι, τελειοποιώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπεξεργαζόμεθα — ἐπεξεργάζομαι effect besides pres ind mp 1st pl ἐπεξεργάζομαι effect besides pres ind mp 1st pl (attic) ἐπεξεργάζομαι effect besides imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) ἐπεξεργάζομαι effect besides imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξεργαζόμενον — ἐπεξεργάζομαι effect besides pres part mp masc acc sg ἐπεξεργάζομαι effect besides pres part mp neut nom/voc/acc sg ἐπεξεργάζομαι effect besides pres part mp masc acc sg (attic) ἐπεξεργάζομαι effect besides pres part mp neut nom/voc/acc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξεργασαμένων — ἐπεξεργάζομαι effect besides aor part mp fem gen pl ἐπεξεργάζομαι effect besides aor part mp masc/neut gen pl ἐπεξεργάζομαι effect besides aor part mp fem gen pl (attic) ἐπεξεργάζομαι effect besides aor part mp masc/neut gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξεργασθέντα — ἐπεξεργάζομαι effect besides aor part mp neut nom/voc/acc pl ἐπεξεργάζομαι effect besides aor part mp masc acc sg ἐπεξεργάζομαι effect besides aor part mp neut nom/voc/acc pl (attic) ἐπεξεργάζομαι effect besides aor part mp masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξεργασόμεθα — ἐπεξεργάζομαι effect besides aor subj mp 1st pl (epic) ἐπεξεργάζομαι effect besides fut ind mp 1st pl ἐπεξεργάζομαι effect besides aor subj mp 1st pl (attic epic) ἐπεξεργάζομαι effect besides fut ind mp 1st pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξεργάζῃ — ἐπεξεργάζομαι effect besides pres subj mp 2nd sg ἐπεξεργάζομαι effect besides pres ind mp 2nd sg ἐπεξεργάζομαι effect besides pres subj mp 2nd sg (attic) ἐπεξεργάζομαι effect besides pres ind mp 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξεργάσεται — ἐπεξεργάζομαι effect besides aor subj mp 3rd sg (epic) ἐπεξεργάζομαι effect besides fut ind mp 3rd sg ἐπεξεργάζομαι effect besides aor subj mp 3rd sg (attic epic) ἐπεξεργάζομαι effect besides fut ind mp 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξείργασθε — ἐπεξεργάζομαι effect besides plup ind mp 2nd pl ἐπεξεργάζομαι effect besides perf imperat mp 2nd pl ἐπεξεργάζομαι effect besides perf ind mp 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)