Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

επεξεργάζομαι

См. также в других словарях:

  • επεξεργάζομαι — επεξεργάζομαι, επεξεργάστηκα, επεξεργασμένος βλ. πίν. 36 Σημειώσεις: επεξεργάζομαι : μόνο με μεταβατική αξία → επεξεργάζομαι κάτι. Είναι λάθος εκφράσεις όπως: τα κείμενα επεξεργάζονται από τους ειδικούς (σωστό : τα κείμενα επεξεργάζονται ειδικοί) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επεξεργάζομαι — (AM ἐπεξεργάζομαι) μσν. νεοελλ. 1. κατεργάζομαι πλήρως, τελειοποιώ, δίνω οριστική μορφή 2. εκπονώ αρχ. 1. επεξεργάζομαι, εκτελώ κάτι επί πλέον («ἕν δ ἐπεξεργάσατο... τοιοῡτον, ὅ πᾱσι τοῑς προτέροις ἐπέθηκε τέλος», Δημοσθ.) 2. πραγματοποιώ, φέρω… …   Dictionary of Greek

  • επεξεργάζομαι — επεξεργάστηκα, επεξεργασμένος, μτβ., καταγίνομαι στη διόρθωση ή συμπλήρωση δημιουργήματος για την τελειότερη εμφάνισή του, κατεργάζομαι, τελειοποιώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπεξεργαζόμεθα — ἐπεξεργάζομαι effect besides pres ind mp 1st pl ἐπεξεργάζομαι effect besides pres ind mp 1st pl (attic) ἐπεξεργάζομαι effect besides imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) ἐπεξεργάζομαι effect besides imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεξεργαζόμενον — ἐπεξεργάζομαι effect besides pres part mp masc acc sg ἐπεξεργάζομαι effect besides pres part mp neut nom/voc/acc sg ἐπεξεργάζομαι effect besides pres part mp masc acc sg (attic) ἐπεξεργάζομαι effect besides pres part mp neut nom/voc/acc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεξεργασαμένων — ἐπεξεργάζομαι effect besides aor part mp fem gen pl ἐπεξεργάζομαι effect besides aor part mp masc/neut gen pl ἐπεξεργάζομαι effect besides aor part mp fem gen pl (attic) ἐπεξεργάζομαι effect besides aor part mp masc/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεξεργασθέντα — ἐπεξεργάζομαι effect besides aor part mp neut nom/voc/acc pl ἐπεξεργάζομαι effect besides aor part mp masc acc sg ἐπεξεργάζομαι effect besides aor part mp neut nom/voc/acc pl (attic) ἐπεξεργάζομαι effect besides aor part mp masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεξεργασόμεθα — ἐπεξεργάζομαι effect besides aor subj mp 1st pl (epic) ἐπεξεργάζομαι effect besides fut ind mp 1st pl ἐπεξεργάζομαι effect besides aor subj mp 1st pl (attic epic) ἐπεξεργάζομαι effect besides fut ind mp 1st pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεξεργάζῃ — ἐπεξεργάζομαι effect besides pres subj mp 2nd sg ἐπεξεργάζομαι effect besides pres ind mp 2nd sg ἐπεξεργάζομαι effect besides pres subj mp 2nd sg (attic) ἐπεξεργάζομαι effect besides pres ind mp 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεξεργάσεται — ἐπεξεργάζομαι effect besides aor subj mp 3rd sg (epic) ἐπεξεργάζομαι effect besides fut ind mp 3rd sg ἐπεξεργάζομαι effect besides aor subj mp 3rd sg (attic epic) ἐπεξεργάζομαι effect besides fut ind mp 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεξείργασθε — ἐπεξεργάζομαι effect besides plup ind mp 2nd pl ἐπεξεργάζομαι effect besides perf imperat mp 2nd pl ἐπεξεργάζομαι effect besides perf ind mp 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»