Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

επεξεργάζομαι

  • 61 строить

    строго, строишь
    ρ.δ.
    1. οικοδομώ, χτίζω• φτιάχνω•

    строить дом χτίζω σπίτι•

    строить мост φτιάχνω γεφύρι.

    || κατασκευάζω•

    строить паровозы κατασκευάζω μηχανή σιδηροδρομική.

    || ράβω (ένδυμα).
    2. μτφ. δημιουργώ•

    строить социализм οικοδομώ (χτίζω) το σοσιαλισμό.

    3. σχεδιάζω•

    строить ромб σχεδιάζω ρόμβο.

    4. συντάσσω• συνθέτω-φτιάχνω, κάνω•

    строить фразу συντάσσω φράση•

    репертуар φτιάχνω το ρεπερτόριο•

    строить планы κάνω σχέδια, οργανώνω•

    он хорошо -ит свою работу αυτός καλά οργανώνει τη δουλειά του,

    5. βασίζω, στηρίζω•

    строить опыты на точных вычислениях στηρίζω τα πειράματα σε ακριβείς υπολογισμούς.

    6. κάνω•

    строить гримасы μορφάζω•

    строить шутки κάνω αστεία.

    7. συντάσσω•

    строить взвод в три шеренги συντάσσω τη διμοιρία σε τρεις ζυγούς.

    8. παλ. μουσ. κουρντίζω.
    εκφρ.
    строить воздушные замки – φτιάχνω πύργους στον αέρα (αεροβατώ, αιθεροβατώ, φαντασιοκοπώ)•
    строить из себя кого – παρουσιάζω τον εαυτό μου για κάποιον, κάνω πως είμαι.,., προσποιούμαιτον...
    1. οικοδομούμαι, χτίζομαι• γίνομαι.
    2. δημιουργούμαι, κατασκευάζομαι.
    3. συντίθεμαι• συντάσσομαι.
    4. επεξεργάζομαι, εκπονούμαι•

    -лись планы εκπονήθηκαν τα σχέδια.

    5. βασίζομαι, στηρίζομαι.
    6. συντάσσομαι (στηγραμμή).
    строю, строишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стронный, βρ: строн, строена, строено
    ρ.σ.μ.
    τριπλασιάζω• ενώνω ανά τρία. || επα-ναλαβαίνω τρεις φορές.

    Большой русско-греческий словарь > строить

  • 62 счеканивать

    ρ.δ.
    βλ. счеканить.
    κόβομαι• σφυροκοπούμαι, επεξεργάζομαι με σφυροκόπημα.

    Большой русско-греческий словарь > счеканивать

  • 63 счеканить

    ρ.σ.μ.
    επεξεργάζομαι με σφυροκόπημα.

    Большой русско-греческий словарь > счеканить

  • 64 травить

    травлю, травишь, παθ. μτχ. παρ λ θ. χρ. травленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. δηλητηριάζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω με δηλητήριο•

    травить мышей εξολοθρεύω τα ποντίκια με δηλητήριο (ποντ ικοφάρμακο).

    || φθείρω, βλάπτω με τοξίνες•

    травить свой организм алкоголем δηλητηριάζω τον οργανισμό μου με αλκοόλη.

    2. ερεθίζω με καυστική ουσία, καίω. || μτφ. αναθυμίζω, αναθυμούμαι δυσάρεστα• ξύνω παλαιές πληγές.
    3. (τεχ.) επεξεργάζομαι επιφάνεια με οξέα. || χαράσσω σχέδια με οξέα.
    4. ποδοπατώ, τσαλαπατώ (λιβάδι, χωράφι).
    5. (απλ.) χρησιμοποιώ, ξοδεύω για ζωοτροφή•

    мы солому -им, а сено бережм ξοδεύομε το άχυρο και το χόρτο το φυλάγομε (το τσιγκουνευόμε).

    6. σπαταλώ.
    7. κυνηγώ (με σκυλιά). || παρορμώ, παροτρύνω (τα σκυλιά).
    8. κατατρέχω, καταδιώκω τον αντίπαλο.
    1. δηλητηριάζομαι, εξολοθρεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. αυτοκτονώ με δηλητήριο.
    ρ.δ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. тра-вить1).
    1. ξεσφίγγω, ξελασκάρω, αμολάρω.
    2. αφήνω να διαφύγει, να διαρρεύσει (για ατμό, αέρα κ.τ.τ.).
    3. μτφ. (ναυτ.). α) βλ. тошнить, β) βλ. врать.
    ξελασκάρω κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > травить

  • 65 трудить

    тружу, трудишь ρ.δ.μ. (παλ. κ. διαλκ.).
    1. δυσκολεύω, καταπονώ. || ενοχλώ, ανησυχώ.
    2. κουράζω•

    не труди глаза μη κουράζεις τα μάτια.

    1. εργάζομαι, δουλεύω•

    неустанно трудить δουλεύω ακούραστα.

    || επεξεργάζομαι, δουλεύω, φτιάχνω•

    трудить над книгой συγγράφω βιβλίο.

    || εργάζομαι για, προς όφελος•

    трудить на фабриканта εργάζομαι για τον εργοστασιάρχη.

    2. κοπιάζω, μοχθώ• προσπαθώ.

    Большой русско-греческий словарь > трудить

  • 66 уделать

    ρ.σ.μ. (όια λκ.).
    1. φτιάχνω, κατασκευάζω.
    2. επεξεργάζομαι, δουλεύω, ομορφαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > уделать

  • 67 уделывать

    ρ.δ.
    βλ. уделать.
    γίνομαι, κατασκευάζομαι. || επεξεργάζομαι, δουλεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > уделывать

  • 68 фрезеровать

    -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. фрезехюванный, βρ: -ван, -а, -о ρ.δ.κ.σ.
    επεξεργάζω με φρέζα.
    επεξεργάζομαι με φρέζα.

    Большой русско-греческий словарь > фрезеровать

  • 69 хромировать

    -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. хромированный, βρ: -ван, -а, -о
    καλύπτω με χρώμιο. || επεξεργάζομαι με χρώμιο.

    Большой русско-греческий словарь > хромировать

  • 70 шабрить

    -рю, -ришь
    ρ.δ.μ. (τεχ.) αποξέω, επεξεργάζω με αποξέστη.
    αποξέομαι, επεξεργάζομαι με αποξέστη.

    Большой русско-греческий словарь > шабрить

  • 71 шагренировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.μ.
    επεξεργάζομαι σαγγρί.

    Большой русско-греческий словарь > шагренировать

См. также в других словарях:

  • επεξεργάζομαι — επεξεργάζομαι, επεξεργάστηκα, επεξεργασμένος βλ. πίν. 36 Σημειώσεις: επεξεργάζομαι : μόνο με μεταβατική αξία → επεξεργάζομαι κάτι. Είναι λάθος εκφράσεις όπως: τα κείμενα επεξεργάζονται από τους ειδικούς (σωστό : τα κείμενα επεξεργάζονται ειδικοί) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επεξεργάζομαι — (AM ἐπεξεργάζομαι) μσν. νεοελλ. 1. κατεργάζομαι πλήρως, τελειοποιώ, δίνω οριστική μορφή 2. εκπονώ αρχ. 1. επεξεργάζομαι, εκτελώ κάτι επί πλέον («ἕν δ ἐπεξεργάσατο... τοιοῡτον, ὅ πᾱσι τοῑς προτέροις ἐπέθηκε τέλος», Δημοσθ.) 2. πραγματοποιώ, φέρω… …   Dictionary of Greek

  • επεξεργάζομαι — επεξεργάστηκα, επεξεργασμένος, μτβ., καταγίνομαι στη διόρθωση ή συμπλήρωση δημιουργήματος για την τελειότερη εμφάνισή του, κατεργάζομαι, τελειοποιώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπεξεργαζόμεθα — ἐπεξεργάζομαι effect besides pres ind mp 1st pl ἐπεξεργάζομαι effect besides pres ind mp 1st pl (attic) ἐπεξεργάζομαι effect besides imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) ἐπεξεργάζομαι effect besides imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεξεργαζόμενον — ἐπεξεργάζομαι effect besides pres part mp masc acc sg ἐπεξεργάζομαι effect besides pres part mp neut nom/voc/acc sg ἐπεξεργάζομαι effect besides pres part mp masc acc sg (attic) ἐπεξεργάζομαι effect besides pres part mp neut nom/voc/acc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεξεργασαμένων — ἐπεξεργάζομαι effect besides aor part mp fem gen pl ἐπεξεργάζομαι effect besides aor part mp masc/neut gen pl ἐπεξεργάζομαι effect besides aor part mp fem gen pl (attic) ἐπεξεργάζομαι effect besides aor part mp masc/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεξεργασθέντα — ἐπεξεργάζομαι effect besides aor part mp neut nom/voc/acc pl ἐπεξεργάζομαι effect besides aor part mp masc acc sg ἐπεξεργάζομαι effect besides aor part mp neut nom/voc/acc pl (attic) ἐπεξεργάζομαι effect besides aor part mp masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεξεργασόμεθα — ἐπεξεργάζομαι effect besides aor subj mp 1st pl (epic) ἐπεξεργάζομαι effect besides fut ind mp 1st pl ἐπεξεργάζομαι effect besides aor subj mp 1st pl (attic epic) ἐπεξεργάζομαι effect besides fut ind mp 1st pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεξεργάζῃ — ἐπεξεργάζομαι effect besides pres subj mp 2nd sg ἐπεξεργάζομαι effect besides pres ind mp 2nd sg ἐπεξεργάζομαι effect besides pres subj mp 2nd sg (attic) ἐπεξεργάζομαι effect besides pres ind mp 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεξεργάσεται — ἐπεξεργάζομαι effect besides aor subj mp 3rd sg (epic) ἐπεξεργάζομαι effect besides fut ind mp 3rd sg ἐπεξεργάζομαι effect besides aor subj mp 3rd sg (attic epic) ἐπεξεργάζομαι effect besides fut ind mp 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεξείργασθε — ἐπεξεργάζομαι effect besides plup ind mp 2nd pl ἐπεξεργάζομαι effect besides perf imperat mp 2nd pl ἐπεξεργάζομαι effect besides perf ind mp 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»