-
1 немедленный
-
2 спешный
-
3 срочный
-
4 экстренный
экстренный επείγων (срочный)· έκτακτος (особый)· \экстренныйвыпуск η έκτακτη έκδοση* * *э́кстренный вы́пуск — έκτακτη έκδοση
-
5 неотложность
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > неотложность
-
6 письмо
1. (умение, навыки писать, а также само написание) η γραφή, το γράψιμο 2. (система графических знаков, употребляемых для писания) η γραφήиероглифическое - см. идеографическое -пиктографическое - см. пиктографияслоговое - см. силлабическое -3. (почтовое отправление) το γράμμα, η επιστολήсрочное - επείγων - 4 (официальный документ) η επιστολ/ή, το γράμμαотправить - στέλνω/αποστέλλω την -подлинник - а см. оригинал - а подписать - υπογράφω την -посылать - στέλνω/αποστέλλω την --подтверждающее фрахтование -, η οποία επιβεβαιώνει την ναύλωσηсопроводительное - το συνοδευτικό γράμμα 5 (стиль манера художественного изображения) η τεχνοτροπία, το στυλРусско-греческий словарь научных и технических терминов > письмо
-
7 срочность
το επείγονРусско-греческий словарь научных и технических терминов > срочность
-
8 безотлагательный
безотлагательн||ыйприл κατεπείγων, ἐπείγων, ὁ μή ἐπιδεχόμενος ἀναβολή[ν]. -
9 настоятельный
настоятельн||ыйприл1. (настои́чивый) ἐπίμονος, ἐπιτακτικός:\настоятельныйая просьба ἡ θερμή παράκληση·2. (очень нужный) κατεπείγων, ἐπείγων:\настоятельныйая необходимость ἡ ἐπιτακτική ἀνάγκη. -
10 неотложный
неотло́жн||ыйприл (κατ)ἐπείγων:\неотложныйое дело ἡ κατεπείγουσα ὑπόθεση (δουλειά)· \неотложныйая (медицинская) помощь οἱ πρῶτες βοήθειες. -
11 первоочередной
первоочереди||ойприл πρώτιστος, ἐπείγων, πρώτος:\первоочереднойа́я задача τό ἐπείγον καθῆκον. -
12 спешный
спеш||ныйприл βιαστικός, ἐσπευσμένος/ ἐπείγων (срочный). -
13 срочный
срочн||ыйприл1. (спешный) ἐπείγων:\срочныйый заказ ἐπείγουσα παραγγελία· \срочныйая телеграмма τό ἐπείγον τηλεγράφημα· в \срочныйом порядке ἐπειγόντως·2. (рассчитанный на определенный срок) ἐπί προθεσμία. -
14 ударный
ударн||ый Iприл1. (передовой по работе) οὐντάρνικος·2. (срочный) ἐπείγων, κατεπείγων:\ударныйая задача τό κατεπείγον καθήκον в \ударныйом порядке ἐπειγόντως.ударн||ый IIприл1. κρουστικός:\ударныйые инструменты муз. τά κρουστά δρ-γανα·2. (о войсках) τής κρούσεως, τής κρούσης:\ударныйые части τά τμήματα κρού-σεως. -
15 неотложный
[νιατλόζνυϊ] εκ. επείγων -
16 спешный
[σπιέσνυϊ] εκ. βιαστικός, επείγων -
17 срочный
[σρότσνυϊ] επ. επείγων -
18 неотложный
[νιατλόζνυϊ] επ επείγων -
19 спешный
[σπιέσνυϊ] επ βιαστικός, επείγων -
20 срочный
[σρότσνυϊ] επ επείγων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπείγων — ἐπείγω press by weight pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμεσος — η, ο (Α ἄμεσος, ον) αυτός που γίνεται ή υπάρχει δίχως τη μεσολάβηση κάποιου άλλου, «άμεση συμμετοχή» (αυτοπρόσωπη), «άμεσοι φόροι» (αυτοί που καταβάλλονται στο κράτος απευθείας από τον πολίτη) (αντίθ. έμμεσος) νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει δίχως … Dictionary of Greek
αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… … Dictionary of Greek
επεικτικός — ἐπεικτικός, ή, όν (Α) επείγων, ταχύς. Enĺpp. ἐπεικτικῶς επειγόντως, ταχέως, σφοδρώς … Dictionary of Greek
κατεπειγόντως — επίρρ. πολύ βιαστικά, ταχύτατα, επειγόντως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ επείγων, οντος, μτχ. ενεστ. τού ρ. κατ επείγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στην εφημερίδα Φιλόπατρις] … Dictionary of Greek
οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… … Dictionary of Greek
πιεστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίεση, που γίνεται με πίεση ή με τον οποίο ασκείται πίεση 2. μτφ. καταπιεστικός, καταθλιπτικός 3. εξαναγκαστικός («πιεστικά μέτρα») 4. άμεσος, επείγων, υποχρεωτικός («πιεστικές ανάγκες») 5. φρ.… … Dictionary of Greek
πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… … Dictionary of Greek
επείγει — (ως προσ. ή απρόσ.) επείγουν (ως προσ.) Σημειώσεις: επείγει – επείγομαι : εύχρηστη είναι η λόγια μτχ. επείγων, ουσα, ον ως επίθετο. Το επείγομαι σημαίνει → βιάζομαι (να γίνει κάτι) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επείγομαι — βλ. πίν. 22 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: επείγει – επείγομαι : εύχρηστη είναι η λόγια μτχ. επείγων, ουσα, ον ως επίθετο. Το επείγομαι σημαίνει → βιάζομαι (να γίνει κάτι) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής