-
1 έκτακτος
[эктактос] εχ. чрезвычайный, нештатный (о должности),Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έκτακτος
-
2 внеочередной
έκτακτος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > внеочередной
-
3 экстренный
έκτακτος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экстренный
-
4 несерийный
έκτακτοςεκτός σειράς, της ειδικής κατασκευήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > несерийный
-
5 чрезвычайный
чрезвычайныйприл ἐξαιρετικός (исключительный)/ ἔκ-τακτος (внеочередной):\чрезвычайныйое происшествие τό Εκτακτο συμβάν, τό ἐξαιρετικό γεγονός· \чрезвычайныйый успех ἡ ἐξαιρετική ἐπιτυχία· \чрезвычайныйые расходы τά ἔκτακτα ἔξοδα· \чрезвычайныйые меры τά ἔκτακτα μέτρα· \чрезвычайныйое положение ἡ κατάσταση ἐκτακτου ἀνάγκης· \чрезвычайныйый посол ὁ ἔκτακτος πρεσβευτής, ὁ ἐκτακτος ἀπεσταλμένος· \чрезвычайныйый декрет ὁ ἔκτακτος νόμος, τό ἐκτακτον διάταγμα· \чрезвычайныйый съезд τό ἐκτακτο συνέδριο. -
6 внеочередной
-
7 посол
посол м о πρέσβυς, ο πρεσβευτής* чрезвычайный и полномочный \посол о έκτακτος και πληρεξούσιος πρεσβευτής* * *мο πρέσβυς, ο πρεσβευτήςЧрезвыча́йный и Полномо́чный Посо́л — ο έκτακτος και πληρεξούσιος πρεσβευτής
-
8 удивительный
удивительный 1) θαύμαίσιος; εξαιρετικός, έκτακτος (исключительный ) 2) (странный) περίεργος, παράξενος; ничего \удивительныйого τίποτα το περίεργο* * *1) θαυμάσιος; εξαιρετικός, έκτακτος ( исключительный)2) ( странный) περίεργος, παράξενοςничего́ удиви́тельного — τίποτα το περίεργο
-
9 чрезвычайный
чрезвычайный (исключительный) εξαιρετικός; έκτακτος (внеочередной)· \чрезвычайныйое положение η κατάσταση έκτακτης ανάγκης* * *( исключительный) εξαιρετικός; έκτακτος ( внеочередной)чрезвыча́йное положе́ние — η κατάσταση έκτακτης ανάγκης
-
10 экстренный
экстренный επείγων (срочный)· έκτακτος (особый)· \экстренныйвыпуск η έκτακτη έκδοση* * *э́кстренный вы́пуск — έκτακτη έκδοση
-
11 внештатный
επ.έκτακτος, προσωρινός, όχι μόνιμος•внештатный сотрудник έκτακτος συνεργάτης.
-
12 исключительный
επ., βρ: -лен, -льна-ο•,1. εξαιρετικός, έκτακτος, αποκλειστικός•закон έκτακτος νόμος•
-ые права. αποκλειστικά δικαιώματα.
2. ιδιαίτερος, σπάνιος, μοναδικός•исключительный случай εξαιρετική περίπτωση.
-
13 чрезвычайный
επ., βρ: -чаен, -чаина, -о;1. εξαιρετικός, εξαίρετος• σπάνιος•-ая память εξαιρετική (διαβολεμένη) μνήμη•
чрезвычайный успех εξαιρετική (λαμπρή) επιτυχία•
-ое происшествие εξαιρετικό γεγονός.
2. έκτακτος• απρόβλεπτος•-ые меры έκτακτα μέτρα•
-ые расходы έκτακτα έξοδα•
-аякомиссия έκτακτη επιτροπή•
-ое заседание έκτακτη συνεδρίαση•
чрезвычайный съезд έκτακτο συνέδριο•
чрезвычайный посол έκτακτος πρεσβευτής•
-ое положение έκτακτη κατάσταση ή κατάσταση έκτακτης ανάγκης•
-ые налоги έκτακτοι φόροι.
-
14 экстраординарный
επ., βρ: -рен, -рна, -оεξαιρετικός, εξαίρετος, ασυνήθης, αφύσικος• έκτακτος•-ое происшествие έκτακτο συμβάν.
εκφρ.экстраординарный профессор – έκτακτος ή αναπληρωματικός καθηγητής. -
15 внеочередной
внеочереднойприл ἐκτακτος:\внеочередной вопрос τό ἔκτακτο ζήτημα -
16 внештатный
внештатныйприл (о сотруднике) ὁ ἐκτακτος ὑπάλληλος, ὁ ἐκτος ὁργανικής θέσεως ὑπάλληλος. -
17 закон
законм в разн. знач. ὁ νόμος:\закон природы ὁ φυσικός νόμος· \законы общественного развития οἱ νόμοι τής κοινωνικής ἀνάπτυξης· \закон тяготения физ. ὁ νόμος τῆς βαρύτητας [-ης]· чрезвычайный \закон ὁ ἐκτακτος νόμος· неписаный \закон ὁ ἄγραφος νόμος· свод \законов ὁ κῶδιξ (νόμων)· обнародовать \закон δημοσιεύω νόμο· нарушать \закон παραβαίνω τόν νόμο· именем \закона ἐν ὁνόματι τοῦ νόμου· по \закону, в силу \закона σύμφωνα μέ τό νόμο, κατά τόν νόμον вне \закона ἐκτός νόμου· ◊ сухо́й \закон ὁ νόμος ποτοαπαγόρευσης· бу́ква \закона τό γράμμα τοῦ νόμου. -
18 исключительный
исключительныйприл в разн. знач. ἐξαιρετικός:\исключительныйый закон ὁ ἐκτακτος νόμος, τό ἰδιώνυμο· \исключительныйые права τά ἀποκλειστικά δικαιώματα· \исключительныйый слу́чай ἡ ἐξαιρετική περίπτωση. -
19 посланник
посланникм ὁ ἐπιτετραμμένος:чрезвычайный \посланник ὁ ἔκτακτος ἐπιτετραμμένος. -
20 посол
посолм ὁ πρέσβυς, ὁ πρεσβευτής^ чрезвычайный и полномочный \посол ὁ Εκτακτος καί πληρεξούσιος πρεσβευτής.'^
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἔκτακτος — detailed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκτακτος — η, ο (AM ἔκτακτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται ή προσλαμβάνεται έξω από την κανονική σειρά, ως βοηθητικός («έκτακτος υπάλληλος, καθηγητής») 2. ο μη τακτικός, ο μη προβλεπόμενος, απρόβλεπτος, ειδικός, ιδιαίτερος («έκτακτα έξοδα, φόροι») 3.… … Dictionary of Greek
έκτακτος — η, ο επίρρ. α 1. ο μη τακτικός, που δεν προβλεπόταν: Έκτακτη συνεδρίαση. – Έκτακτα έξοδα. 2. που γίνεται σε εξαιρετικές περιστάσεις, ασυνήθιστος, σπάνιος: Έκτακτο στρατοδικείο. 3. εξαιρετικός, έξοχος, σπουδαίος: Είναι έκτακτος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔκτακτον — ἔκτακτος detailed masc/fem acc sg ἔκτακτος detailed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτάκτους — ἔκτακτος detailed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκτακτοι — ἔκτακτος detailed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
γρεντής — και γρετής και εγρετής, ο προσωρινός, έκτακτος, αργόμισθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eğreti ή igreti «προσωρινός, έκτακτος» (πρβλ. γρετίδικος)] … Dictionary of Greek
Διομήδης-Κυριακός — Επώνυμο γνωστής οικογένειας από τις Σπέτσες, μέλη της οποίας διακρίθηκαν κατά τον 19ο και τον 20ό αι. 1. Αλέξανδρος (Αθήνα 1875 – 1950). Οικονομολόγος και πολιτικός. Ήταν γιος του Νικολάου Δ. K. (βλ. 6.). Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών… … Dictionary of Greek
Καψαμπέλης, Εμμανουήλ — (1865 – 1957). Διπλωμάτης. Υπηρέτησε διαδοχικά από το 1893 έως το 1917 στα προξενεία της Θεσσαλονίκης, της Σμύρνης, της Χίου και της Φιλιππούπολης. Το 1917 ανέλαβε τη διεύθυνση της πρεσβείας της Πετρούπολης στον Αρχάγγελο και το 1919 διορίστηκε… … Dictionary of Greek
Μενάρδος, Σίμος — (Μυτιλήνη 1872 – Αθήνα 1933). Καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών και ακαδημαϊκός. Σπούδασε φιλοσοφία και νομικά στην Αθήνα, ενώ την περίοδο 1898 04 δικηγόρησε στην Κύπρο, από όπου και καταγόταν. Εκεί συγκέντρωσε… … Dictionary of Greek