Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

επίλεκτος

См. также в других словарях:

  • ἐπίλεκτος — chosen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίλεκτος — η, ο (AM ἐπίλεκτος, ον) [επιλέγω] εκλεκτός, διαλεχτός μσν. εκείνος που γίνεται με φροντίδα αρχ. (για στρατιώτες) α) αυτός που κατατάχθηκε μετά από επιλογή β) έκτακτος …   Dictionary of Greek

  • επίλεκτος — η, ο εκλεκτός, διαλεχτός, διακεκριμένος, ξεχωριστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιλέκτως — ἐπίλεκτος chosen adverbial ἐπίλεκτος chosen masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίλεκτον — ἐπίλεκτος chosen masc/fem acc sg ἐπίλεκτος chosen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλέκτοις — ἐπίλεκτος chosen masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλέκτου — ἐπίλεκτος chosen masc/fem/neut gen sg ἐπιλέκτης collector masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλέκτους — ἐπίλεκτος chosen masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλέκτων — ἐπίλεκτος chosen masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιλέκτῳ — ἐπίλεκτος chosen masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίλεκτα — ἐπίλεκτος chosen neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»