-
1 отборный
-
2 отборный
отбор||ныйприл ἐκλεκτός, ἐπίλεκτος:\отборныйные семена· οἱ ἐκλεκτοί (или οἱ διαλεγμένοι) σπόροι· \отборныйные войска τά ἐπίλεκτα στρατεύματα -
3 снайпер
снайперм ὁ σνάϊπερ, ὁ ἐπίλεκτος σκοπευτής. -
4 избранник
-а α. -ца, -ы θ.1. εκλεκτός•избранник народа λαοπρόβλητος.
|| εκλεκτός της καρδιάς, ταίρι•она приехала с -ом своим αυτή ήρθε με τον εκλεκτό της.
|| ευνοούμενος•избранник судьбы ευνοούμενος της τύχης.
2. (παλ. υψ. ύφος) επίλεκτος, εξαίρετος, έκτακτος. -
5 отборный
επ.1. επίλεκτος, εκλεκτός, διαλεχτός•отборный отряд επίλεκτο τμήμα•
отборный товар εκλεκτό εμπόρευμα.
|| κομψός, χαριτωμένος•-ое выражение ωραία έκφραση.
2. απρεπής,άσεμνος•-ые слова άσχημα λόγια, παλιόλογα.
-
6 селективный
επ.επίλεκτος, διαλεχτός. -
7 селекционный
επ.επιλογικός, της επιλογής• επίλεκτος•-ая работа εργασία επιλογής•
-ые сорта пшеницы εκλεκτές ποικιλίες σιταριού.
-
8 снайпер
-а α.επίλεκτος σκοπευτής. -
9 элитный
επ.επίλεκτος, εκλεκτός, διαλεχτός•-ые семена διαλεχτοί σπόροι•
элитный пороснок γουρουνάκι εκλεκτής ράτσας,
См. также в других словарях:
ἐπίλεκτος — chosen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίλεκτος — η, ο (AM ἐπίλεκτος, ον) [επιλέγω] εκλεκτός, διαλεχτός μσν. εκείνος που γίνεται με φροντίδα αρχ. (για στρατιώτες) α) αυτός που κατατάχθηκε μετά από επιλογή β) έκτακτος … Dictionary of Greek
επίλεκτος — η, ο εκλεκτός, διαλεχτός, διακεκριμένος, ξεχωριστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιλέκτως — ἐπίλεκτος chosen adverbial ἐπίλεκτος chosen masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίλεκτον — ἐπίλεκτος chosen masc/fem acc sg ἐπίλεκτος chosen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλέκτοις — ἐπίλεκτος chosen masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλέκτου — ἐπίλεκτος chosen masc/fem/neut gen sg ἐπιλέκτης collector masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλέκτους — ἐπίλεκτος chosen masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλέκτων — ἐπίλεκτος chosen masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλέκτῳ — ἐπίλεκτος chosen masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίλεκτα — ἐπίλεκτος chosen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)