-
1 выборочный
εκλεκτός, διαλεγμένος, κατ'εκλογήν.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выборочный
-
2 чистосортный
εκλεκτός, καθαρός (ποιοτικά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чистосортный
-
3 заслуженный
заслуженный (о звании) τιμημένος, εκλεκτός \заслуженный артист ο διακεκριμένος καλλιτέχνης \заслуженный мастер спорта о διακεκριμένος πρωταθλητής* * *( о звании) τιμημένος, εκλεκτόςзаслу́женный арти́ст — ο διακεκριμένος καλλιτέχνης
заслу́женный ма́стер спо́рта — ο διακεκριμένος πρωταθλητής
-
4 избранный
избранный εκλεκτός, διαλεκτός -ые сочинения τα εκλεκτά έργα* * *εκλεκτός, διαλεκτόςи́збранные сочине́ния — τα εκλεκτά έργα
-
5 отборный
-
6 отличный
отличный άριστος, υπέροχος* εκλεκτός; \отличныйого качества υψηλής ποιότητας* * *άριστος, υπέροχος; εκλεκτόςотли́чного ка́чества — υψηλής ποιότητας
-
7 избранник
-а α. -ца, -ы θ.1. εκλεκτός•избранник народа λαοπρόβλητος.
|| εκλεκτός της καρδιάς, ταίρι•она приехала с -ом своим αυτή ήρθε με τον εκλεκτό της.
|| ευνοούμενος•избранник судьбы ευνοούμενος της τύχης.
2. (παλ. υψ. ύφος) επίλεκτος, εξαίρετος, έκτακτος. -
8 деликатес
деликатесм ὁ ἐκλεκτός μεζές, τό νό-στιμο[ν] φαγητό[ν]. -
9 избраниик
избран||иикм ὁ ἐκλεκτός, ὁ διαλεκτός:народный \избраниикник ὁ ἐκλεγμένος (или ἐκπρόσωπος, ἀντιπρόσωπος) τοῦ λαοῦ. -
10 избранный
избранн||ый1. прич. от избрать·2. прил прям., перен ἐκλεγμένος, διαλεκτός, ἐκλεκτός:\избранныйое общество ἡ ἐκλεκτή κοινωνία· \избранныйые сочинения ἡ ἐκλογή, τά ἐκλεκτά ἔργα·3. \избранныйые мн. οἱ ἐκλεκτοί, ὁΐ διαλεγμένοι. -
11 отборный
отбор||ныйприл ἐκλεκτός, ἐπίλεκτος:\отборныйные семена· οἱ ἐκλεκτοί (или οἱ διαλεγμένοι) σπόροι· \отборныйные войска τά ἐπίλεκτα στρατεύματα -
12 тонкий
тонк||ийприл1. λεπτός, ψιλός/ λιγνός, ἰσχνός, ἀδύνατος (в противоп. толстому):\тонкийое сукно́ τό λεπτό ὕφασμα· \тонкий слой τό λεπτό στρώμα· \тонкийие па́льцы τά λεπτά δάκτυλα· \тонкийие но́ги τά λεπτοκαμω-μένα πόδια· \тонкий голос ἡ ψιλή φωνή· \тонкийие различия οἱ λεπτές διαφορές·2. (утонченный, изысканный) λεπτός, ἐκλεκτός:\тонкий слух ἡ λεπτή ἀκοή· \тонкий юмор τό λεπτό χιοῦμορ· \тонкий-ие вина τά ἐκλεκτά κρασιά· \тонкий запах ἡ λεπτή μυρουδιά· \тонкийие духи́ τό ἐκλεκτό ἄρωμα· \тонкийие черты лица τά λεπτά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου· \тонкийая работа ἡ λεπτή δουλειά·3. перен (хорошо разбирающийся в чем-л.) διορατικός, ἀγχίνους, ὁξυδερκής:\тонкий кри́тик ὁ ὁξυδερκής κριτικός· \тонкий знаток ὁ βαθύς γνώστης· \тонкий ум τό λεπτό μυαλό, τό διαυγές πνεῦμα·4. (хитрый, ловкий) πονηρός:\тонкийая лесть μαλαγανιά, ◊ \тонкийая кишка анат. τό λεπτό ἔντερο· \тонкий намек ὁ λεπτός ὑπαινιγμός· \тонкийая шту́чка разг ὁ κατεργάρης. -
13 деликатес
[ντιλικατές] та. α. εκλεκτός μεζές -
14 отборный
[ατμπόρνυϊ] εκ. εκλεκτός -
15 деликатес
[ντιλικατές] та. α εκλεκτός μεζές -
16 отборный
[ατμπόρνυϊ] επ εκλεκτός -
17 выдвиженец
-нца α., -ка, -и θ. εκλεκτός, -ή• πρωτοπόρος, -α. -
18 деликатесный
επ.εκλεκτός στη γεύση, εύγε στ ότατος. -
19 знатный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. (παλ.) ευγενής, ευπατρίδης, σοιλίτικος•-ая дама κυρία ευγενικής καταγωγής.
2. (μόνο ως πλήρες επ.)επιφανής, διάσημος, διακεκριμένος, εξαιρετικός, εξαίρετος, εκλεκτός. || μεγάλος, δυνατός, σημαντικός•-ая сумма σεβαστό ποσό•
знатный мороз γερή παγωνιά, δριμύ ψύχος.
-
20 избранный
επ. από μτχ.1. εκλεκτός, διαλετός•-ые сочинения чехова εκλεκτά έργα του Τοέχοφ•
-ое общество εκλεκτή κοινωνία.
2. με σημ. ουσ., πλθ. -ые οι εκλεκτοί οι διακεκριμένοι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐκλεκτός — picked out masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκλεκτός, -ή — ό 1. διακεκριμένος, ξεχωριστός, διαλεχτός: Είναι εκλεκτός επιστήμονας. 2. που με εκλογή πήρε το αξίωμά του: Ο πρωθυπουργός είναι ο εκλεκτός του λαού. 3. το αρσ. ως ουσ., εκλεκτός ο υποδεκανέας του ιππικού (παλιότερα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκλεκτός — και εκλεχτός, ή, ό (AM ἐκλεκτός, ή, όν) 1. (για πρόσ. και πράγμ.) διαλεχτός, εξαιρετικός 2. αυτός που εκλέχθηκε σ ένα αξίωμα 3. εξαιρετικής ποιότητας 4. ως ουσ. οι εκλεκτοί αυτοί τους οποίους διάλεξε ο θεός, οι αγαπημένοι τού θεού («πολλοὶ κλητοὶ … Dictionary of Greek
ἐκλεκτά — ἐκλεκτός picked out neut nom/voc/acc pl ἐκλεκτά̱ , ἐκλεκτός picked out fem nom/voc/acc dual ἐκλεκτά̱ , ἐκλεκτός picked out fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεκτότερον — ἐκλεκτός picked out adverbial comp ἐκλεκτός picked out masc acc comp sg ἐκλεκτός picked out neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεκτῶν — ἐκλεκτός picked out fem gen pl ἐκλεκτός picked out masc/neut gen pl ἐκλεκτόω to be separated pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐκλεκτόω to be separated pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐκλεκτόω to be separated pres part act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεκτόν — ἐκλεκτός picked out masc acc sg ἐκλεκτός picked out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεκταῖς — ἐκλεκτός picked out fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεκταί — ἐκλεκτός picked out fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεκτοτέρους — ἐκλεκτός picked out masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλεκτοῖς — ἐκλεκτός picked out masc/neut dat pl ἐκλεκτόω to be separated pres opt act 2nd sg ἐκλεκτόω to be separated pres subj act 2nd sg ἐκλεκτόω to be separated pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)