Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εκλεκτός

См. также в других словарях:

  • ἐκλεκτός — picked out masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκλεκτός, -ή — ό 1. διακεκριμένος, ξεχωριστός, διαλεχτός: Είναι εκλεκτός επιστήμονας. 2. που με εκλογή πήρε το αξίωμά του: Ο πρωθυπουργός είναι ο εκλεκτός του λαού. 3. το αρσ. ως ουσ., εκλεκτός ο υποδεκανέας του ιππικού (παλιότερα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκλεκτός — και εκλεχτός, ή, ό (AM ἐκλεκτός, ή, όν) 1. (για πρόσ. και πράγμ.) διαλεχτός, εξαιρετικός 2. αυτός που εκλέχθηκε σ ένα αξίωμα 3. εξαιρετικής ποιότητας 4. ως ουσ. οι εκλεκτοί αυτοί τους οποίους διάλεξε ο θεός, οι αγαπημένοι τού θεού («πολλοὶ κλητοὶ …   Dictionary of Greek

  • ἐκλεκτά — ἐκλεκτός picked out neut nom/voc/acc pl ἐκλεκτά̱ , ἐκλεκτός picked out fem nom/voc/acc dual ἐκλεκτά̱ , ἐκλεκτός picked out fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλεκτότερον — ἐκλεκτός picked out adverbial comp ἐκλεκτός picked out masc acc comp sg ἐκλεκτός picked out neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλεκτῶν — ἐκλεκτός picked out fem gen pl ἐκλεκτός picked out masc/neut gen pl ἐκλεκτόω to be separated pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐκλεκτόω to be separated pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐκλεκτόω to be separated pres part act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλεκτόν — ἐκλεκτός picked out masc acc sg ἐκλεκτός picked out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλεκταῖς — ἐκλεκτός picked out fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλεκταί — ἐκλεκτός picked out fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλεκτοτέρους — ἐκλεκτός picked out masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλεκτοῖς — ἐκλεκτός picked out masc/neut dat pl ἐκλεκτόω to be separated pres opt act 2nd sg ἐκλεκτόω to be separated pres subj act 2nd sg ἐκλεκτόω to be separated pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»