-
1 επίγειος
-
2 ἐπίγειος
-
3 ἐπίγειος
ἐπίγειος, ον (Pla. et al.; TestSol; TestAbr A 4, 81, 18 [Stone p. 10]; Philo; Jos., Ant. 6, 186; 8, 44; Just., A II, 5, 2; Tat. 32, 1; Mel., P. 39; Ath.)① pert. to what is chacteristic of the earth as opposed to heavenly, earthlyⓐ as adj. (Plut., Mor. 566d; M. Ant. 6, 30, 4 ἐ. ζωή; pap; TestJud 21:4; Ath. 31, 3 βίον) σῶμα 1 Cor 15:40 (opp. ἐπουράνιος; on this contrast s. below 1bα and MDahl, Resurrection of the Body ’62, 113–16). Of the body οἰκία ἐ. earthly dwelling (cp. Philo, Cher. 101) 2 Cor 5:1 (EEllis, Paul and His Recent Interpreters ’61, 40–43). W. the connotation of weakness (Lucian, Icarom. 2): σοφία earthly wisdom=human philosophy Js 3:15 (cp. Ath. 24, 5 [mutilated context]) cp. εὕρημα ἐ. an earthly (i.e. purely human) discovery Dg 7:1. πνεῦμα ἐ. earthly spirit of the spirit in false prophets Hm 9:11; 11:6, 11f, 14, 17, 19 (cp. Tat. 32, 1 λόγου τοῦ … ἐ.).ⓑ as subst.α. τὰ ἐ. (M. Ant. 7, 48; Philo, Op. M. 101; 113; Just., A II, 5, 2; Ath. 27, 1 [both opp. τὰ ἐπουράνια].—Opp. τὰ ἐπουράνια as Herm. Wr. Fgm. 26 p. 544, 1 Sc. Cp. Philo, Op. M. 117; Mel., P. 39.) earthly things J 3:12 (LBrun, SymbOsl 8, 1929, 57–77); cp. Pol 2:1; Dg 7:2.β. οἱ ἐ.: in the expr. πᾶν γόνυ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων Phil 2:10 the second of the three main concepts is not confined to human beings (cp. PGM 4, 225f; 3038ff, esp. 3042f πᾶν πνεῦμα δαιμόνιον … ἐπουράνιον ἢ ἀέριον εἴτε ἐπίγειον εἴτε ὑπόγειον ἢ καταχθόνιον. 5, 166f πᾶς δαίμων οὐράνιος κ. αἰθέριος κ. ἐπίγειος κ. ὑπόγειος. 12, 67 θεοὶ οὐράνιοι κ. ἐπίγειοι κ. ἀέριοι κ. ἐπιχθόνιοι. 17a, 3 Ἄνουβι, θεὲ ἐπίγειε κ. ὑπόγειε κ. οὐράνιε. IDefixWünsch 4, 11; TestSol); cp. ITr 9:1.—IEph 13:2 it is impossible to say w. certainty from which nom. ἐπιγείων is derived, ἐπίγειοι or ἐπίγεια.② pert. to earthly things, with implication of personal gratification, subst. worldly things τὰ ἐ. φρονεῖν think only of worldly things Phil 3:19.—DELG s.v. γῆ. M-M. TW. -
4 επιγειος
-
5 ἐπίγειος
ἐπίγειος, ον,A on or of the earth, terrestrial, ;βροτοί IG14.1571
; opp. ὑπόγειος, PMag.Par.1.3043 (iii A.D.), etc.2. creeping, of plants, Thphr.HP3.18.6,6.2.2, al.; but land-plants, opp. water-plants, Arist.PA 681a21; living on the ground, [ὄρνιθες], τετράποδα, Id.HA 633b1, PA 657b24.3. neut. pl., ἐπίγεια ground-floor, opp. πύργος διώρυφος, PPetr.2p.20 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίγειος
-
6 επίγειος
-
7 ἐπίγειος
{прил., 7}наземный, земной.Ссылки: Ин. 3:12; 1Кор. 15:40; 2Кор. 5:1; Флп. 2:10; 3:19; Иак. 3:15.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐπίγειος
-
8 επίγειος
{прил., 7}наземный, земной.Ссылки: Ин. 3:12; 1Кор. 15:40; 2Кор. 5:1; Флп. 2:10; 3:19; Иак. 3:15.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > επίγειος
-
9 ἐπίγειος
наземный, земной.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπίγειος
-
10 ἐπίγειος
земнаяземнойΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπίγειος
-
11 ἐπίγειος
ἐπί-γειος, an, auf der Erde befindlich, ζῷα, den φυτὰ ἔγγεια entgeggstzt. Am Boden, niedrig; κάλαμος, Ggstz des im Wasser wachsenden -
12 επίγειος
yeryüzü, dünyevi -
13 наземный
επίγειοςεπί του εδάφουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наземный
-
14 επιγείω
ἐπίγειοςon: masc /fem /neut nom /voc /acc dualἐπίγειοςon: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)——————ἐπίγειοςon: masc /fem /neut dat sg -
15 επιγείως
-
16 ἐπιγείως
-
17 επίγειον
-
18 ἐπίγειον
-
19 земной
επ.1. γήινος, της γης•-ая кора ο φλοιός της γης•
-ая поверхность η επιφάνεια της γης•
-ая ось ο άξονας της γης•
земной шар η γήινη σφαίρα.
2. επίγειος, εγκόσμιος•земной рай επίγειος παράδεισος•
-ые блага επίγεια αγαθά•
земной поклон εδαφιαία υπόκλιση•
окончить -ое странствие τελειώνω το δρόμο της ζωής (πεθαίνω).
-
20 ἐπουράνιος
ἐπουράνιος, ον (s. οὐρανός; Hom. et al.; Kaibel 261, 10; LXX; pseudepigr.; Philo, Leg. All. 3, 168; Tat., Ath.; Mel.. P. 39, 272) gener. ‘heavenly’① pert. to being in the sky or heavens as an astronomical phenomenon, celestial, heavenly σώματα ἐ. (opp. ἐπίγεια) celestial bodies 1 Cor 15:40 (acc. to vs. 41 the sun, moon, and stars are thought of, and are represented fig., as living beings clothed in light; s. Wendland, Kultur 158).② pert. to being associated with a locale for transcendent things and beings, heavenly, in heavenⓐ as adj.α. of God (Od. 17, 484; Il. 6, 131; Sb 4166 Ζεὺς ἐπουράνιος [s. also IK IX–X/2: Nikaia II/1, 1114 and 1115]; Herm. Wr. 434, 9 Sc.; 3 Macc 6:28; 7:6; TestAbr, A 2 p. 78, 23 [Stone p. 4]; GrBar 11:9; SibOr 4, 51; 135; Theosophien 56, 39 p. 182 Erbse [=p. 148, 48 Holladay]) πατὴρ ἐ. Mt 18:35 v.l.; δεσπότης ἐ. 1 Cl 61:2.β. of Christ ἐ. (ἄνθρωπος) 1 Cor 15:48f; ἐ. ἀρχιερεὺς Ἰ. Χ. MPol 14:3.γ. οἱ ἐ. (ἄνθρωποι) 1 Cor 15:48. Ἰερουσαλὴμ ἐ. Hb 12:22 (TestSol C prol. 2 Σιών; for the idea s. πόλις 2); βασιλεία ἐ. 2 Ti 4:18; Epil Mosq 5 (Ath. 18, 1); MPol 20:2 v.l.; (πατρὶς) ἐ. Hb 11:16.—ζωὴ ἐ. 2 Cl 20:5 (cp. Ath. 31, 3 βίον). κλῆσις ἐ. Hb 3:1. δωρεὰ ἐ. 6:4.ⓑ as subst., of things or entitiesα. neut. pl. τὰ ἐπουράνια (of things in heaven: Pla., Ap. 19b; Sext. Emp., Astrol. 44; ApcSed 7:2).א. as periphrasis for heaven καθίσας ἐν τοῖς ἐ. sitting in heav- en Eph 1:20; cp. 2:6. ἐξουσίαι ἐν τοῖς ἐ. the powers in heaven of angelic beings 3:10. Since there is more than one heaven (cp. 2 Cor 12:2), τὰ ἐ. can be the dwelling place of evil spirits 6:12. Even 1:3 ὁ εὐλογήσας ἐν τοῖς ἐ. is, acc. to the usage of Eph, to be understood locally in heaven (s. RPope, ET 23, 1912, 365–68).—ALincoln, NTS 19, ’73, 467–83.ב. the heavenly things (Philo, Gig. 62; TestJob 36:3; 38:5) J 3:12 (ἐπίγειος 2a).—Hb 8:5; 9:23; heavenly goods αἰτεῖν τὰ ἐ. Agr 10; τὰ ἐ. γράψαι write about heavenly things ITr 5:1. νοεῖν τὰ ἐ. understand the heavenly things 5:2. τὰ πάντα divided into ἐ. and ἐπίγεια Pol 2:1; heavenly entities ISm 6:1 (cp. TestAbr A 4 p. 81, 15 [Stone p. 10] τὰ ἐ. πνεύματα).β. masc. pl. οἱ ἐπουράνιοι (as a designation of the gods Theocr. 25, 5; Moschus 2, 21; Lucian, Dial. Deor. 4, 3; TestSol 6:10 [hostile spirits]) heavenly beings Phil 2:10 (s. on ἐπίγειος 1bβ); ITr 9:1.—IEph 13:2.—DELG s.v. οὐρανός. New Docs 4, 149. EDNT. M-M. TW.
См. также в других словарях:
ἐπίγειος — on masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίγειος — α, ο (AM ἐπίγειος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στη γη, γήινος (σε αντίθεση προς τον ουράνιο) («επίγειος παράδεισος», «οὐράνιον ἄνθρωπον καὶ ἐπίγειον ἄγγελον» [για αγίους]) 2. εγκόσμιος ή κοσμικός (σε αντίθεση προς τον πνευματικό) 3. (για βλαστούς… … Dictionary of Greek
επίγειος — α, ο 1. που είναι πάνω στη γη, ο γήινος. 2. που είναι αυτού του κόσμου, εγκόσμιος, κοσμικός (αντίθ. ουράνιος): Επίγειος παράδεισος. 3. (βοτ.), που βλασταίνει πάνω από το έδαφος (αντίθ. υπόγειος): Επίγειοι βλαστοί. 4. το ουδ. πληθ. ως ουσ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιγείω — ἐπίγειος on masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐπίγειος on masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγείως — ἐπίγειος on adverbial ἐπίγειος on masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίγειον — ἐπίγειος on masc/fem acc sg ἐπίγειος on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραδιοφάρος — Επίγειος ραδιοπομπός, του οποίου η γεωγραφική θέση και τα χαρακτηριστικά σήματα που εκπέμπει είναι γνωστά ώστε πλοία ή αεροπλάνα να μπορούν, με τη λήψη των σημάτων αυτών, να καθοδηγηθούν στην περαιτέρω πορεία τους. Ο ρ. είναι ιδιαίτερα χρήσιμος… … Dictionary of Greek
ἐπιγείοις — ἐπίγειος on masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγείου — ἐπίγειος on masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγείους — ἐπίγειος on masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγείων — ἐπίγειος on masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)