-
61 βραδος
-
62 βρακος
-
63 βρετας
-
64 βρεφος
- εος τό1) утробный плод, зародыш Hom., Plut.2) новорожденное дитя, младенец Pind., Aesch., Eur.ἐκ βρέφεος Anth. и ἀπὸ βρέφους NT. — с младенчества
3) детеныш(ἡμιόνου Her.)
4) ребенок, мальчик Theocr. -
65 βριθος
- εος τό1) груз, кладь(τῶν νεῶν Plut.)
2) вес(μεῖζον β. ἔχειν Eur.)
3) бремя, тяжесть(τῶν ἀτυχημάτων Arst.)
-
66 γανος
-
67 Γανος
Iἥ Ган(ос) (укрепленный город во Фракии, на берегу Пропонтиды) Xen.II -
68 Γανυμηδης
- ους, эп.-поэт. εος ὅ Ганимед (сын Троя, похищенный Зевсом и назначенный его виночерпием) Hom. etc. -
69 γενος
1) рождение, происхождение(ὁμὸν γ. ἠδ΄ ἴα πάτρη Hom.)
γένει πολίτης Dem. — природный гражданин, т.е. коренной;αἱ κατὰ γ. βασιλεῖαι Arst. — наследственная царская власть;γ. εἶναί (ἔκ) τινος Hom. — происходить от кого-л.;γ. τῆς Σκύρου Soph. — родом из Скироса;τὸ γ. ἐξ Ἐλέας Plat. — родом из Элеи;ποδαπὸς τὸ γ. εἶ ; Arph. — откуда ты родом?;γένει ὕστερος Hom. — самый младший2) род, семья(αἷμά τε καὴ γ. Hom.)
οἱ ἐν γένει Soph. — родные, родственники;οἱ ἔξω γένους Soph. — чужие;γένει προσήκειν τινί Xen. — приходиться родственником кому-л.;3) отпрыск, потомок или потомство(θεῖον, δῖον, βασιλήϊον Hom.; ἐκεῖνοι καὴ τὸ γ. τὸ ἀπ΄ ἐκείνων Thuc.)
γένους ἐπάρκεσις Soph. — поддержка со стороны детей4) род, племя(Δωρικόν Her.)
χρύσεον γ. ἀνθρώπων Hes. — золотой век человечества;иногда описательно:τὸ μαντικὸν γ. Soph. = μάντεις;τὸ φιλόσοφον γένος Plat. = φιλόσοφοι;γ. ἀδάμαντος Hes. = ἀδάμας5) тж. pl. знатное происхождение(γένη καὴ πλοῦτοι Plat.)
ὅθι τοι γ. ἐστί Hom. — ибо ты знатного рода;οἱ ἀπὸ γένους Plut. — знатные люди, знать6) пол(γ. ἄρρεν, θῆλυ Arst.)
7) биол. ( в зависимости от предмета) род— семейство;
— отряд;— разряд, класс;— вид;— разновидность, порода (ἰχθύων, ἐντόμων, ἵππων, γ. τι βοῶν Arst.)8) лог. род(ἠδιὰ τῶν γενῶν διαίρεσις Arst.)
τὰ εἴδη μετέχει τῶν γενῶν Arst. — виды причастны, т.е. подчинены родам9) грам. род10) филос. элемент, стихия(τὰ τέτταρα γένη Plat.)
-
70 γηθος
-
71 γλαγος
-
72 γλευκος
-
73 γληνος
-
74 γλυκυς
Iγλῠκεῖα, γλυκύ1) сладкий(μέλι, νέκταρ Hom.; χυμός Arst.)
2) пресный(τὸ πότιμον καὴ γλυκὺ ὕδωρ Arst.)
3) сладостный, приятный(ὕπνος Hom.; ἵμερος Hom., Pind.; μέλος, ἐλπίς, βίοτος Pind.)
4) приветливый, ласковый, милый, кроткий(φρήν, γέλως Pind.; θυμός Anacr.; παῖδες ἀρχαίου Σκότου Soph.)
ὦ γλυκύτατε или ὡς γ. εἶ! Plat. — ах ты, мой милый!II -
75 δακος
1) досл. укус, перен. жало, язвительность(φεύγειν δ. κακαγοριᾶν Pind.)
2) хищный зверь(πόντια δάκη Aesch.)
Ἀργεῖον δ. Aesch. — аргивский зверь, т.е. троянский конь;δάκη θηρῶν Eur. — хищные звери, чудовища -
76 δανος
-
77 δαος
-
78 δασος
-
79 δεκαπηχυς
(χάλκεος Ζεύς Her., κολοσσός Polyb., κεραυνός Luc.)
-
80 δενδρος
См. также в других словарях:
.εός — ἑός , ἑός his masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εός — ἐός, ή, όν (Α) 1. (κτητ. αντων. γ εν. προσ.) δικός του, της, του 2. (κτητ. αντων. γ πληθ. προσ.) δικός τους 3. δικός μου 4. δικός σου 5. δικός μας 6. δικός σας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ε] … Dictionary of Greek
ἑός — his masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑά — ἑός his neut nom/voc/acc pl ἑά̱ , ἑός his fem nom/voc/acc dual ἑά̱ , ἑός his fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑῶν — ἑός his fem gen pl ἑός his masc/neut gen pl ἠώς dawn fem gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑόν — ἑός his masc acc sg ἑός his neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανίρευς — εος, ό, Α τίτλος ιερέα στη Μυτιλήνη … Dictionary of Greek
πίσσανθος — εος και ους, τὸ, Α ελαιώδες υγρό που ανέρχεται στην επιφάνεια, όταν η ωμή πίσσα αφεθεί σε ένα μέρος για αρκετό χρόνο, το πισσέλαιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄνθος] … Dictionary of Greek
πλάγος — εος και ους, τὸ, Α (δωρ. λ.) το πλάγιο μέρος, η πλευρά, το πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φαίνεται να έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το επίθ. πλάγιος*, πιθ. κατά το πλάτος] … Dictionary of Greek
πλέκος — εος και ους, τὸ, Α [πλέκω] καθετί το πλεγμένο, πλέγμα … Dictionary of Greek
πνίγος — εος, τὸ, Α 1. πνιγμός, πνιγμονή 2. πνιγηρός καύσωνας («ἐν κοίλῳ χωρίῳ ὄντας καὶ τὸ πνῑγος ἔτι ἐλύπει διὰ τὸ ἀστέγαστον», Θουκ.) 3. ένα από τα επτά μέρη τής παράβασης στην αττική κωμωδία, που ονομαζόταν έτσι γιατί έπρεπε να διαβαστεί με μία… … Dictionary of Greek