-
1 βραδυτης
- ῆτος ἥ медленность, медлительность, неторопливость Hom., Soph., Thuc., Plat., Arst.; pl. Isocr., Dem. -
2 βραδύτης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βραδύτης
-
3 βραδύτης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βραδύτης
-
4 βραδύτης
промедление, медлительность, неторопливость.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βραδύτης
-
5 βραδος
-
6 βραδυ
-
7 ταχος
I(τ. καὴ βραδύτης Plat.)
ὡς εἶχον τάχους Thuc. — со всей доступной им поспешностью;διὰ, ἀπὸ и μετὰ τάχους Thuc., Xen., Plat., ἐν и σὺν τάχει Pind., Aesch., Soph., Thuc. или εἰς и κατὰ τ. Her., Thuc., Xen. — быстро, скоро, поспешно;II -
8 1022
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1022
См. также в других словарях:
βραδυτής — slowness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτῆσι — βραδυτής slowness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτῆσιν — βραδυτής slowness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτῆτα — βραδυτής slowness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτῆτας — βραδυτής slowness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτῆτες — βραδυτής slowness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτῆτι — βραδυτής slowness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτῆτος — βραδυτής slowness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυτήτων — βραδυτής slowness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύτητα — η (Μ βραδύτης, Α βραδυτής, ῆτος) αργοπορία στην εκτέλεση μιας πράξης αρχ. βραδύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Ο τονισμός στη λήγουσα του αρχ. βραδυτής ( ήτος) (πρβλ. ταχυτής, τραχυτής) οφείλεται σε αρχαϊσμό της αττ. διαλέκτου, επειδή αποφεύγεται ο… … Dictionary of Greek
мьдьлениѥ — МЬДЬЛЕНИ|Ѥ (4*), ˫А с. Промедление, медлительность: и сущии въ кораблихъ. тѹжахѹ. медлени˫а ради цр(с)ва. ПрЛ XIII, 56г; вы же пакы дадите ми моему медленью прощенье. ˫ако не притеко(х) зово(м). не ѿ ва(с) но ѿ б҃а. лѣпле е(с) медленье. неже… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)