-
121 ὑπερ-αχθής
ὑπερ-αχθής, ές, gen. έος, überlastet; Theocr. 11, 37; Nic. Th. 342; Opp. Hal. 5, 263.
-
122 ὑπερ-καλλής
ὑπερ-καλλής, ές, gen. έος, = Folgdm, Xen. Cyr. 5, 1, 17.
-
123 ὑπερ-αλγής
ὑπερ-αλγής, ές, gen. έος, übermäßigen Schmerz empfindend; χόλος, Soph. El. 176; Pol. 3, 79, 12.
-
124 ὑπερ-ᾱής
-
125 ὑδρο-πέπερι
ὑδρο-πέπερι, εος, τό, Wasserpfeffer, eine Pflanze, Diosc.
-
126 ὕφος
-
127 ὕψος
ὕψος, εος, τό, Höhe; ὕψος κρεῖσσον ἐκπηδήματος Aesch. Ag. 1349; οὐδ' ἡϋγένεια σ' ἦρεν εἰς ὕψος μέγα Eur. Phoen. 407; ὕψος ἔχειν, λαμβάνειν, Thuc. 1, 91. 4, 13; u. sonst in Prosa, auch Spitze, Scheitel; – oft im absolut. acc. ὕψος, an Höhe, Her. 1, 50. 7, 60, Xen. u. sonst; – übtr., Erhabenheit, Longin.
-
128 Αγασθενης
- εος ὅ Агасфен ( предводитель элейцев) Hom.
См. также в других словарях:
.εός — ἑός , ἑός his masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εός — ἐός, ή, όν (Α) 1. (κτητ. αντων. γ εν. προσ.) δικός του, της, του 2. (κτητ. αντων. γ πληθ. προσ.) δικός τους 3. δικός μου 4. δικός σου 5. δικός μας 6. δικός σας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ε] … Dictionary of Greek
ἑός — his masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑά — ἑός his neut nom/voc/acc pl ἑά̱ , ἑός his fem nom/voc/acc dual ἑά̱ , ἑός his fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑῶν — ἑός his fem gen pl ἑός his masc/neut gen pl ἠώς dawn fem gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑόν — ἑός his masc acc sg ἑός his neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανίρευς — εος, ό, Α τίτλος ιερέα στη Μυτιλήνη … Dictionary of Greek
πίσσανθος — εος και ους, τὸ, Α ελαιώδες υγρό που ανέρχεται στην επιφάνεια, όταν η ωμή πίσσα αφεθεί σε ένα μέρος για αρκετό χρόνο, το πισσέλαιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄνθος] … Dictionary of Greek
πλάγος — εος και ους, τὸ, Α (δωρ. λ.) το πλάγιο μέρος, η πλευρά, το πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φαίνεται να έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το επίθ. πλάγιος*, πιθ. κατά το πλάτος] … Dictionary of Greek
πλέκος — εος και ους, τὸ, Α [πλέκω] καθετί το πλεγμένο, πλέγμα … Dictionary of Greek
πνίγος — εος, τὸ, Α 1. πνιγμός, πνιγμονή 2. πνιγηρός καύσωνας («ἐν κοίλῳ χωρίῳ ὄντας καὶ τὸ πνῑγος ἔτι ἐλύπει διὰ τὸ ἀστέγαστον», Θουκ.) 3. ένα από τα επτά μέρη τής παράβασης στην αττική κωμωδία, που ονομαζόταν έτσι γιατί έπρεπε να διαβαστεί με μία… … Dictionary of Greek