-
121 ζυθος
- εος τό ячменный напиток, брага ( род египетского пива) Diod. -
122 ηθος
- εος τό1) местопребывание, обиталище, жилье(ἤθεα Περσέων Her.; βάρβαρα ἤθη Eur.)
ἤθη τῶν λεόντων Her. — логова львов;ἤθεα ἵππων Hom. — стойла для лошадей;ἦ. συῶν Hom. — свиной хлев;ἦ. τοῦ ἡλίου Her. — место восхода солнца;εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὴ νομούς Arst. — восвояси2) (= ἔθος См. εθος) навык, обыкновение, обычай, привычка(ἤθεά τε καὴ νόμοι Her.)
3) (тж. ἦ. τῆς ψυχῆς Plat.) душевный склад, нрав, натура, характер(μιαρόν Soph.)
ἀσθενές τὸ ἦ. (acc.) Arst. — вялый, ленивый;ἦ. τινος παιδεύειν Aesch. — изменить чей-л. нрав;πρᾷος τὸ ἦ. Plat. — кроткого нрава;τὸ τῆς πόλεως ἦ. Isocr. — характер (особенности) государства;τὰ ἤθη Plat., τοῖς ἤθεσι Diod., ἐς τὰ ἤθη Luc. — нравом, по характеру;ἤθεσι χαὴ ἔθεσι Plat. — по душевному складу и по привычкам;τρόποι καὴ ἤθη Plat. — обычаи и нравы4) нрав, норов(ἱππικὰ ἤθη Eur.)
-
123 ημιθηλυς
-
124 θαλος
( юный) отпрыск, потомок (φίλον Hom.; γλυκερόν HH.; σεμνὸν θ. Ἀλκαϊδᾶν Pind.; θῆλυ Ἠλέκτρας θ. Eur.). - см. тж. θάλεα
-
125 θαλπος
1) тепло, теплота, жар, летний зной(ἡλίου Aesch., Eur.; μεσημερινόν Arph.)
ψύχη καὴ θάλπη ἀνέχεσθαι Xen. — переносить холод(а) и жару2) перен. жар, огонь, пыл (sc. τοῦ ἔρωτος Anth.)3) ожог, жгучая боль(τῶν τοξευμάτων Soph.)
-
126 θαμβος
1) изумлениеθ. ἔχεν τινά Hom. или ἐγένετο θ. ἐπί τινα NT. — изумление охватило кого-л.;
τόλμης θ. Thuc. — поразительная отвага2) тж. pl. страх, потрясение, ужасθάμβει ἐκπλαγέντες Eur. — пораженные ужасом;ὑπ΄ αἰσχύνης τε καὴ θάμβους Plat. — от стыда и ужаса -
127 θαρσος
1) смелость, отвага(θ. μὲν ἀπὸ τέχνης γίνεται, ἀνδρεία δὲ ἀπὸ φύσεως Plat.; ἥ ἀνδρεία μεσότης περὴ φόβους καὴ θάρρη Arst.)
θ. πολεμίων Plat. и πρὸς τοὺς πολεμίους Xen. — смелость перед лицом врагов;θ. ἐμπνέειν, διδόναι, ἐνὴ φρεσὴ θεῖναι, ἐν κραδίῃ βάλλειν, ἐνὴ στήθεσσιν ἐνιέναι Hom., θ. παρέχειν Thuc., ἐμποιεῖν Xen. — внушать отвагу, придавать бодрости;θ. λαμβάνει τινά Thuc. или ἐγγίγνεται (ἐμφύεται и ἐμπίπτει) τινί Xen. — смелость просыпается в ком-л., чувство уверенности в себе охватывает кого-л.;θ. λαβεῖν NT. — (при)ободриться2) источник бодрости, поднимающая отвагу силаὀλολυγμὸς θ. φίλοις Aesch. — боевая песнь, поднимающая дух у друзей
3) смелый шаг, дерзание(αἰσχρὰ θάρρη θαρρεῖν Plat.)
4) дерзость, наглость(θ. ἄητον Hom.)
5) назойливость(μυίης Hom.)
-
128 Θεμιστοκλεης
- εος эп.-ион. = Θεμιστοκλῆς См. Θεμιστοκλης
См. также в других словарях:
.εός — ἑός , ἑός his masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εός — ἐός, ή, όν (Α) 1. (κτητ. αντων. γ εν. προσ.) δικός του, της, του 2. (κτητ. αντων. γ πληθ. προσ.) δικός τους 3. δικός μου 4. δικός σου 5. δικός μας 6. δικός σας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ε] … Dictionary of Greek
ἑός — his masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑά — ἑός his neut nom/voc/acc pl ἑά̱ , ἑός his fem nom/voc/acc dual ἑά̱ , ἑός his fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑῶν — ἑός his fem gen pl ἑός his masc/neut gen pl ἠώς dawn fem gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑόν — ἑός his masc acc sg ἑός his neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανίρευς — εος, ό, Α τίτλος ιερέα στη Μυτιλήνη … Dictionary of Greek
πίσσανθος — εος και ους, τὸ, Α ελαιώδες υγρό που ανέρχεται στην επιφάνεια, όταν η ωμή πίσσα αφεθεί σε ένα μέρος για αρκετό χρόνο, το πισσέλαιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄνθος] … Dictionary of Greek
πλάγος — εος και ους, τὸ, Α (δωρ. λ.) το πλάγιο μέρος, η πλευρά, το πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φαίνεται να έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το επίθ. πλάγιος*, πιθ. κατά το πλάτος] … Dictionary of Greek
πλέκος — εος και ους, τὸ, Α [πλέκω] καθετί το πλεγμένο, πλέγμα … Dictionary of Greek
πνίγος — εος, τὸ, Α 1. πνιγμός, πνιγμονή 2. πνιγηρός καύσωνας («ἐν κοίλῳ χωρίῳ ὄντας καὶ τὸ πνῑγος ἔτι ἐλύπει διὰ τὸ ἀστέγαστον», Θουκ.) 3. ένα από τα επτά μέρη τής παράβασης στην αττική κωμωδία, που ονομαζόταν έτσι γιατί έπρεπε να διαβαστεί με μία… … Dictionary of Greek