-
1 внешний
εξωτερικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > внешний
-
2 extérieur
εξωτερικός -
3 externe
εξωτερικός -
4 внешний
-яя, -ее, επ.1. εξωτερικός•-ие признаки εξωτερικά σημάδια•
внешний вид εξωτερική μορφή•
-ее сходство εξωτερική ομοιότητα.
2. επιφανειακός, επιπόλαιος, φαινομενικός•его доброта носит внешний характер η καλοσύνη του εί\«ι φαινομενική.
3. ο έξω από τα σύνορα, εξωτερικός•-яя политика η εξωτερική πολιτική•
-враг ο εξωτερικός εχθρός•
-яя торговля το εξωτερικό εμπόριο•
-ее вмешательство εξωτερική επέμβαση.
εκφρ.внешний угол – εξωτερική γωνία του τριγώνου, πολυγώνου. -
5 кронциркуль
1. (чертёжный) о διαβήτης με κυρτά σκέλη, ο καμπύλος διαβήτης με ελατήριο 2. (измерительный) о μετρητής της διαμέτρου/διάστασηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кронциркуль
-
6 внешний
внешний в разн. знач. εξωτερικός: \внешний вид το εξωτερικό, η όψη· \внешнийяя политика η εξωτερική πολιτική* \внешнийяя торговля το εξωτερικό εμπόριο* * *в разн. знач.вне́шний вид — το εξωτερικό, η όψη
вне́шняя поли́тика — η εξωτερική πολιτική
вне́шняя торго́вля — εξωτερικό εμπόριο
-
7 зарубежный
-
8 курс
курс м 1) (направление) η κατεύθυνση, η γραμμή, η διεύθυνση· взять \курс на... κατευθύνομαι προς...· внешнеполитический \курс ο εξωτερικός πολιτικός προσανατολισμός 2) (учебный) η σειρά μαθημάτων, η διδασκαλία· я на первом \курсе είμαι πρωτοετής 3) (лечение) η θεραπεία, η κούρα ◇ валютный \курс η τιμή του συναλλάγματος* * *м1) ( направление) η κατεύθυνση, η γραμμή, η διεύθυνσηвзять курс на… — κατευθύνομαι προς…
внешнеполити́ческий курс — ο εξωτερικός πολιτικός προσανατολισμός
2) ( учебный) η σειρά μαθημάτων, η διδασκαλίαя на пе́рвом курсе — είμαι πρωτοετής
3) ( лечение) η θεραπεία, η κούρα••валю́тный курс — η τιμή του συναλλάγματος
-
9 наружный
наружный ' εξωτερικός" \наружный вид η εξωτερική Γεμφάνιση· \наружныйое (лекарство) το φάρμακο εξωτερικής χρήσης* * *нару́жный вид — η εξωτερική εμφάνιση
нару́жное (лека́рство) — το φάρμακο εξωτερικής χρήσης
-
10 экстерн
экстернм ὁ ἐξωτερικός μαθητής:сдавать экзамены \экстерном δίνω ἐξετάσεις ὡς ἐξωτερικός (μαθητής, φοιτητής). -
11 outside
1. noun(the outer surface: The outside of the house was painted white.) εξωτερικό2. adjective1) (of, on, or near the outer part of anything: the outside door.) εξωτερικός2) (not part of (a group, one's work etc): We shall need outside help; She has a lot of outside interests.) εξωτερικός3) ((of a chance etc) very small.) πολύ μικρή(ευκαιρία/πιθανότητα)3. adverb1) (out of, not in a building etc: He went outside; He stayed outside.) έξω2) (on the outside: The house looked beautiful outside.) απέξω4. preposition(on the outer part or side of; not inside or within: He stood outside the house; He did that outside working hours.) έξω από,εκτός- outsider- at the outside
- outside in -
12 лицевой
επ.προσωπικός, του προσώπου•лицевой нерв το νεύρο του προσώπου•
-ые мышцы μυώνες προσώπου.
|| μπροστινός, εμπρόσθιος, εξωτερικός, της πρόσοψης•-ая сторона материи η όρθα του υφάσματος, καλή μεριά•
-ая сторона дома η πρόσοψη του σπιτιού•
-ая сторона рукописи η μπροστινή σελίδα χειρογράφου.
|| μτφ. φαινομενικός, εξωτερικός.εκφρ.лицевой счёт – προσωπικός λογαριασμός. -
13 приходящий
επ. από μτχ.εξωτερικός•училище для -их учеников σχολή εξωτερικών μαθητών•
приходящий ученик εξωτερικός μαθητής•
-ая няня παραμάνα εξωτερική•
-ая домработница παραδουλεύτρα.
-
14 экстерн
-а α.1. μαθητής εξωτερικός.2. που δεν διαμένει σε οικοτροφείο.3. παλ. γιατρός εξωτερικός(όχι στο υγειονομικό ίδρυμα). -
15 аванпорт
1. мор. о εξωτερικός λιμένας, ο προλιμένας 2. (речной) о κατωλιμένας (κατά τον ρου(ν) του ποταμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аванпорт
-
16 воздух
1. (смесь газов, составляющая земную атмосферу) о αέρ/αςжидкий - υγροποιημέ-νος/ρευστοποιη μένος -очищенный - καθαρός/καθαρισμένος -первичный - πρωτεύων/προσαγόμενος -рудничный - ορυχείου/στοάςшахтный - см. рудничный -2. полигр. τα κενά/διαστήματα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > воздух
-
17 добротность
1. (хорошее качество) η καλή ποιότητα* - изображения - της εικόνας 2. эл. о συντελεστής ποιότητας του κυκλώματος, внешняя - εξωτερικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > добротность
-
18 заграница
το εξωτερικό-чный εξωτερικός, του εξωτερικούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заграница
-
19 иностранный
1. (относящийся к другому государству, стране) ξένος, αλλοδαπός 2. (относящийся к ведению внешней политики) εξωτερικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > иностранный
-
20 ориентирование
ο προσανατολισμόςвнешнее - (афс.) εξωτερικός -, απόλυτος -внутреннее - (афс.) εσωτερικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ориентирование
См. также в других словарях:
ἐξωτερικός — external masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξωτερικός — ή, ό (AM ἐξωτερικός, ή, όν) [εξώτερος] αυτός που βρίσκεται στην εξωτερική επιφάνεια, που υπάρχει προς τα έξω («εξωτερική σκάλα») νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει βάθος, επιφανειακός, επιπόλαιος 2. αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις με τους ξένους… … Dictionary of Greek
εξωτερικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο έξω, που βρίσκεται ή υπάρχει προς τα έξω, που είναι στην εξωτερική επιφάνεια: Εξωτερικά ενδύματα. – Εξωτερική σκάλα. 2. που αφορά ή αναφέρεται σε όσα βρίσκονται έξω: Το εξωτερικό κλειδί της πολυκατοικίας. 3. που αναφέρεται στις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξωσκελετός ή εξωτερικός σκελετός — Τυπικό γνώρισμα των αρθροπόδων, στα οποία ο ε. αναπτύσσεται περισσότερο από αυτόν των άλλων ζώων. Ο ε. αποτελείται γενικά από χιτίνη, ουσία που εκκρίνεται από τα κύτταρα του υποκείμενου επιθηλίου· σε ορισμένες περιπτώσεις η χιτίνη διαποτίζεται με … Dictionary of Greek
ἐξωτερικά — ἐξωτερικός external neut nom/voc/acc pl ἐξωτερικά̱ , ἐξωτερικός external fem nom/voc/acc dual ἐξωτερικά̱ , ἐξωτερικός external fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτερικῶν — ἐξωτερικός external fem gen pl ἐξωτερικός external masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτερικόν — ἐξωτερικός external masc acc sg ἐξωτερικός external neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτερικαί — ἐξωτερικός external fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτερικοῖς — ἐξωτερικός external masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτερικοί — ἐξωτερικός external masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτερικοῦ — ἐξωτερικός external masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)