-
61 экстернат
-а α.1. εκπαιδευτικό ίδρυμα εξωτερικών μαθητών ή φοιτητών.2. παλ. γιατρός—βοηθός εξωτερικός. -
62 экстерьерный
επ.εξωτερικός•-ые качества το εξωτερικό ποιόν, οι εξωτερικές ιδιότητες.
-
63 dış
έξω, εξωτερικός, εκτός -
64 étranger
1) εξωτερικός2) ξένος3) άγνωστος4) αλλοδαπός5) αλλοδαπή -
65 cizí
1) αλλοδαπός2) εξωτερικός3) ξένος -
66 zahraniční
1) αλλοδαπός2) εξωτερικός3) ξένος -
67 foreign
1) εξωτερικός2) ξένος -
68 cudzoziemski
1) αλλοδαπός2) εξωτερικός3) ξένος -
69 dziwny
1) αλλόκοτος2) αστείος3) γραφικός4) ενικός5) εξωτερικός6) κωμικός7) ξένος8) παράξενος9) περίεργος -
70 obcokrajowy
1) εξωτερικός2) ξένος -
71 obcy
1) αλλοδαπός2) εξωτερικός3) ξένος -
72 zagraniczny
1) εξωτερικός2) ξένος
См. также в других словарях:
ἐξωτερικός — external masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξωτερικός — ή, ό (AM ἐξωτερικός, ή, όν) [εξώτερος] αυτός που βρίσκεται στην εξωτερική επιφάνεια, που υπάρχει προς τα έξω («εξωτερική σκάλα») νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει βάθος, επιφανειακός, επιπόλαιος 2. αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις με τους ξένους… … Dictionary of Greek
εξωτερικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο έξω, που βρίσκεται ή υπάρχει προς τα έξω, που είναι στην εξωτερική επιφάνεια: Εξωτερικά ενδύματα. – Εξωτερική σκάλα. 2. που αφορά ή αναφέρεται σε όσα βρίσκονται έξω: Το εξωτερικό κλειδί της πολυκατοικίας. 3. που αναφέρεται στις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξωσκελετός ή εξωτερικός σκελετός — Τυπικό γνώρισμα των αρθροπόδων, στα οποία ο ε. αναπτύσσεται περισσότερο από αυτόν των άλλων ζώων. Ο ε. αποτελείται γενικά από χιτίνη, ουσία που εκκρίνεται από τα κύτταρα του υποκείμενου επιθηλίου· σε ορισμένες περιπτώσεις η χιτίνη διαποτίζεται με … Dictionary of Greek
ἐξωτερικά — ἐξωτερικός external neut nom/voc/acc pl ἐξωτερικά̱ , ἐξωτερικός external fem nom/voc/acc dual ἐξωτερικά̱ , ἐξωτερικός external fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτερικῶν — ἐξωτερικός external fem gen pl ἐξωτερικός external masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτερικόν — ἐξωτερικός external masc acc sg ἐξωτερικός external neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτερικαί — ἐξωτερικός external fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτερικοῖς — ἐξωτερικός external masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτερικοί — ἐξωτερικός external masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτερικοῦ — ἐξωτερικός external masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)