-
1 εξισώνω
[эксисоно] р. выравнивать, уравнивать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εξισώνω
-
2 равнять
εξισώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > равнять
-
3 уравнять
-
4 приравнять
(уподобить, сделать равным, поставить в один ряд с кем-, чем-л.) εξισώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приравнять
-
5 сравнивать
I.(проводить сравнение) συγκρίνω, παραβάλλω.II.(приводить к одному уровню) εξισώνω, εξισώ.III.(делать ровным) ισοπεδώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сравнивать
-
6 уравнивать
1. (делать равным, одинаковым в каком-л. отношении) εξισώνω 2. (геод.) εξομαλύνω, ισοπεδώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уравнивать
-
7 нивелировать
нивелир||оватьсов и несов1. χωρο-σταθμω, ἀλφαδιάζω·2. перен ισοπεδώνω, ἐξισώνω. -
8 приравнивать
приравниватьнесов, приравнять сов ἐξισώνω, συγκρίνω. -
9 равиять
равия||тьнесов1. (делать равным) ίσοπεδώ, ἐξισώνω, ἐξισώ·2. (с кем-л.) συγκρίνω, παραβάλλω:их нельзя \равиять δέν παραβάλλονται. -
10 сравнивать
сравнивать Iнесов (сопоставлять) συγκρίνω, παραβάλλω.сравнивать IIнесов (делать одинаковым) ἐξισώνω, ἐξισώ.сравнивать IIIнесов (делать ровным) ἰσοπεδώνω. -
11 уравнивать
уравнивать Iнесов (сделать равным, одинаковым) ἐξισώνω, ἐξομοιώνω, ὀμαλύ-νω, ίσοπεδώ.уравнивать IIнесов (делать ровным) ἰσιώνω, ἐξομαλύνω, ἰσοπεδώνω, ἰσοπεδώ:\уравнивать дорогу ισοπεδώνω τόν δρόμο. -
12 сравнивать
[σράβνιβατ'] ρ. εξισώνω -
13 уравнивать
[ουράβνιβατ'] ρ. εξισώνω -
14 сравнивать
[σράβνιβατ'] ρ εξισώνω -
15 уравнивать
[ουράβνιβατ'] ρ εξισώνω -
16 балансировать
-рую, -руешь, ρ.δ.1. ισορροπώ, σταθμίζω, ζυγίζω.2. μ.(τεχ.) ζυγίζω.3. αντισταθμίζω, εξισώνω• ισοφαρίζω. -
17 верстать
-
18 нивелировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ.1. χωροσταθμώ.2. μτφ. εξισώνω, ισοτιεδώνω, ομαλύνω.1. χωροσταθμούμαι.2. μτφ. εξισώνομαι, ισοπεδώνομαι, ομαλύνομαι. -
19 поравнять
-
20 приравнять
ρ.σ. εξισώνω, βάζω στην ίδια μοίρα• συγκρίνω•приравнять его знания к моим βάζω τις γνώσεις του ίσες με τις δικές μου.
εξισώνομαι, μπαίνω στην ίδια μοίρα, συγκρ ίνο-μαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εξισώνω — εξισώνω, εξίσωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξισώνω — εξίσωσα, εξισώθηκα, εξισωμένος, μτβ. 1. αποδείχνω ή κάνω κάτι ίσο προς άλλο: Εξισώνω λογαριασμό. 2. (μαθ.), σχηματίζω εξίσωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξισώνω — (AM έξισῶ, όω) 1. κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο («καὶ τὸν λόγον ἐξισῶσαι τοῑς τηλοικούτοις ἔργοις», Διόδ. Σικ.) 2. έρχομαι στην ίδια κατάσταση με κάποιον άλλο («ὅκως ἄν ἐξισωθείη τῷ Ἑλληνικῷ τὸ Περσικόν», Ηρόδ.) 3. παθ. είμαι εφάμιλλος, έχω την ίδια … Dictionary of Greek
ανισάζω — ἀνισάζω (Α) ισιώνω, εξισώνω … Dictionary of Greek
ανισώ — (I) ἀνισῶ ( όω) (Α) 1. εξισώνω, εξισορροπώ 2. δίνω σ αυτούς πού ήλθαν τελευταίοι στο συμπόσιο ίση ποσότητα κρασιού μ αυτήν που πήραν οι άλλοι 3. εξομαλύνω, λειαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ισώ. ΠΑΡ. αρχ. ανίσωσις (Ι), ανίσωμα, ανίσων]. (II) ἀνισῶ … Dictionary of Greek
αντανισώ — ἀντανισῶ ( όω) (Α) εξισώνω, συμπληρώνω … Dictionary of Greek
αντεκτείνω — ἀντεκτείνω (Α) εκτείνω ή αναπτύσσω κάτι για να το καταστήσω ίσο με κάτι άλλο, εξομοιώνω, εξισώνω … Dictionary of Greek
αντερύομαι — ἀντερύομαι (Α) 1. εξισώνω ως προς την τιμή, αντισταθμίζω 2. τραβώ προς την αντίθετη κατεύθυνση … Dictionary of Greek
απισώ — ἀπισῶ ( όω) (Α) [ισώ] εξισώνω, κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο … Dictionary of Greek
εξίσωση — Κάθε προτασιακός τύπος της μορφής φ(x) = ψ(x), όπου φ και ψ συμβολίζουν συναρτήσεις της αυτής μεταβλητής x, ενώ οι τιμές τους ανήκουν στο ίδιο σύνολο, έστω Σ. Το σύμβολο x ονομάζεται: ο άγνωστος της ε. Αν Ε είναι το σύνολο που διατρέχει η… … Dictionary of Greek
εξισωτής — ο (AM ἐξισωτής [εξισώνω] αυτός που προκαλεί εξίσωση αρχ. μσν. κρατικός υπάλληλος που καθόριζε τις φορολογικές υποχρεώσεις τών πολιτών αρχ. αυτός που καθιστά ισόρροπο κάτι … Dictionary of Greek