Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εξισώνω

  • 21 равнять

    ρ.δ.μ.
    1. εξισώνω•

    смерть -ет всех людей ο θάνατος εξισώνει όλους τους ανθρώπους.

    2. συγκρίνω, παραβάλλω•

    равнять с собой συγκρίνω με τον εαυτό μου.

    3. ισοπεδώνω, ομαλύνω•

    равнять землю, дорогу ισοπεδώνω το γήπεδο, το δρόμο.

    || ευθυγραμμίζω, ζυγίζω•

    равнять шеренгу ευθυγραμμίζω το ζυγό (ζυγίζω).

    1. ισούμαι•

    доход -ется с расходу τα έσοχα ισούνται με τα έξοδα.

    2. ευθυγραμμίζομαι.
    (προστκ.) -йтесь! ζυγείτε! ζυγηθειτε! (παράγγελμα).
    3. προσπαθώ να φτάσω, να ευθυγραμμιστώ, να εξομοιωθώ με κάποιον.
    4. (μαθ.) εξισούμαι, ισούμαι, ισοδυναμώ, κάνω•

    четыре и три -ется семи τέσσερα και τρία κάνουν (ίσον) εφτά.

    || μτφ. αντιστοιχώ.

    Большой русско-греческий словарь > равнять

  • 22 соразмерить

    ρ.σ.
    εξισώνω, ισοφαρίζω, ισοζυγίζω, ισοσκελίζω, συμψηφίζω, τα φέρνω ίσια-ίσια• επιφέρω ισομέρεια.

    Большой русско-греческий словарь > соразмерить

  • 23 сравнять

    -яю, -яешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сравненный, βρ: -нен, -а, -о ρ.σ.μ.
    εξισώνω.
    1. συγκρίνομαι.
    2. εξισώνομαι, γίνομαι ίσος•

    все -ются смертью ο θάνατος όλους τους κάνει ίσους (εξισώνει).

    Большой русско-греческий словарь > сравнять

  • 24 ставить

    ставлю, ставишь
    ρ.δ.μ.
    1. στήνω ορθό•

    ставить на ноги στήνω στα πόδια.

    2. βάζω, θέτω τοποθετώ•

    ставить посуду на стол βάζω τα σκεύη στο τραπέζι•

    ставить на пост τοποθετώ στο πόστο•

    ставить к станку τοποθετώ στη μηχανή (για δουλειά).

    || διορίζω•

    ставить нового завхоза διορίζω νέο διαχειριστή.

    || εγκατασταίνω•

    ставить на квартиру εγκατασταίνω σε δ ιαμέρ ισμα.

    || μτφ. φέρω, οδηγώ•

    ставить в неловкое положение φέρω σε δύσκολη κατάσταση.

    3. στήνω•

    ставить телеграфные столбы στήνω (βάζω) τηλεγραφικούς στύλους•

    ставить лестницу к стене στερεώνω τη σκάλα στον τοίχο•

    ставить книги в шкаф βάζω ορθά τα βιβλίαστη βιβλιοθήκη.

    || δίνω προσφέρω•

    ему всегда ставят кресло αυτού πάντοτε του προσφέρουνπολυθρόνα (να καθίσει)•

    им -ьте пол-литра βάλτε τους (κεράστε τους) μισό κιλό βότκα.

    4. μτφ. παραλληλίζω, παραβάλλω, συγκρίνω.
    5. (χαρτπ.) ποντάρω. || μετακινώ•

    ставить часы βάζωτο ωρολόγι (μετακινώ τους δείκτες).

    6. βάζω•

    ставить паруса βάζω πανιά•

    ставить подпись βάζω υπογραφή•

    ставить знаки препинания βάζω αποσιωπητικά.

    || επιθέτω•

    ставить компресс βάζω κομπρέσα•

    ставить горчичники βάζω συναπισμό•

    ставить пиявки βάζω βδέλλες•

    ставить печать βάζω σφραγίδα.

    7. οικοδομώ, φτιάχνω•

    ставить избу φτιάχνω ίζμπα (ξυλόσπιτο)•

    ставить мельницу φτιάχνω μύλο.

    8. κανονίζω, ρυθμίζω• οργανώνω. || διεξάγω, κάνω, πραγματοποιώ•

    ставить опыты κάνω πειράματα•

    ставить оперу ανεβάζω μελόδραμα.

    9. προτείνω•

    ставить вопрос на обсуждение βάζω το ζήτημα για συζήτηση•

    ставить резолюцию на голосование βάζω την απόφαση σε ψηφοφορία.

    10. θεωρώ, λογίζω, παίρνω ως•

    ставить в вину θεωρώ ένοχο (φταίχτη)•

    ставить своей задачей βάζω ως καθήκον μου.

    || σε συνδυασμό με μερικά ουσ. και μαζί με προθέσεις αποδίδεται και με σημ. αποτο ουσιαστικό: -под контроль βάζω υπο έλεγχο (ελέγχω)•

    ставить в связь συνδέω.

    εκφρ.
    ставить диагноз – κάνω διάγνωση (ασθένειας)- ставить крест на ком-чём οριστικά κ. αμετάκλιτα, βάζω τελεία και παύλα•
    ставить рекорд – κατακτώ ρεκόρ•
    ставить самовар – βάζω το σαμοβάρι(να βράσει το νερό)•
    ставить термометр ή градусник – βάζω το θερμόμετρο•
    ставить тесто – βάζω το ζυμάρι να γίνει•
    ставить хлебы, пироги – βάζω ζυμάρι για ψωμιά, πίτες•
    ставить на своё место – βάζω στη θέση (συμμορφώνω)•
    ставить себя на чь место – βάζω τον εαυτό μου στη θέση κάποιου (προσποιούμαι τον...)- ставить вопрос ребром βάζω το ζήτημα ορθά-κοφτά•
    ставить последнюю копейку ребром – ξοδεύω μάταια κ. το τελευταίο καπίκι•
    ставить знак равенства между кем-чем – εξισώνω, βάζω στην ίδια μοίρα με, παρομοιάζω με.
    μπαίνω, τοποθετούμαι, τίθεμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ставлю, ставишь
    ρ.δ. κ. παλ. εφοδιάζω, προμηθεύω.
    εφοδιάζομαι., προμηθεύομαι..

    Большой русско-греческий словарь > ставить

  • 25 уравнять

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уравненный, βρ: -нён, -нена, -нею
    εξισώνω, εξομοιώνω• ισοπεδώνω, ισιώνω, εξομαλύνω.
    εξισώνομαι, εξομοιώνομαι• ισοπεδώνομαι, ισιώνομαι, εξομαλύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > уравнять

См. также в других словарях:

  • εξισώνω — εξισώνω, εξίσωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξισώνω — εξίσωσα, εξισώθηκα, εξισωμένος, μτβ. 1. αποδείχνω ή κάνω κάτι ίσο προς άλλο: Εξισώνω λογαριασμό. 2. (μαθ.), σχηματίζω εξίσωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξισώνω — (AM έξισῶ, όω) 1. κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο («καὶ τὸν λόγον ἐξισῶσαι τοῑς τηλοικούτοις ἔργοις», Διόδ. Σικ.) 2. έρχομαι στην ίδια κατάσταση με κάποιον άλλο («ὅκως ἄν ἐξισωθείη τῷ Ἑλληνικῷ τὸ Περσικόν», Ηρόδ.) 3. παθ. είμαι εφάμιλλος, έχω την ίδια …   Dictionary of Greek

  • ανισάζω — ἀνισάζω (Α) ισιώνω, εξισώνω …   Dictionary of Greek

  • ανισώ — (I) ἀνισῶ ( όω) (Α) 1. εξισώνω, εξισορροπώ 2. δίνω σ αυτούς πού ήλθαν τελευταίοι στο συμπόσιο ίση ποσότητα κρασιού μ αυτήν που πήραν οι άλλοι 3. εξομαλύνω, λειαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ισώ. ΠΑΡ. αρχ. ανίσωσις (Ι), ανίσωμα, ανίσων]. (II) ἀνισῶ …   Dictionary of Greek

  • αντανισώ — ἀντανισῶ ( όω) (Α) εξισώνω, συμπληρώνω …   Dictionary of Greek

  • αντεκτείνω — ἀντεκτείνω (Α) εκτείνω ή αναπτύσσω κάτι για να το καταστήσω ίσο με κάτι άλλο, εξομοιώνω, εξισώνω …   Dictionary of Greek

  • αντερύομαι — ἀντερύομαι (Α) 1. εξισώνω ως προς την τιμή, αντισταθμίζω 2. τραβώ προς την αντίθετη κατεύθυνση …   Dictionary of Greek

  • απισώ — ἀπισῶ ( όω) (Α) [ισώ] εξισώνω, κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

  • εξίσωση — Κάθε προτασιακός τύπος της μορφής φ(x) = ψ(x), όπου φ και ψ συμβολίζουν συναρτήσεις της αυτής μεταβλητής x, ενώ οι τιμές τους ανήκουν στο ίδιο σύνολο, έστω Σ. Το σύμβολο x ονομάζεται: ο άγνωστος της ε. Αν Ε είναι το σύνολο που διατρέχει η… …   Dictionary of Greek

  • εξισωτής — ο (AM ἐξισωτής [εξισώνω] αυτός που προκαλεί εξίσωση αρχ. μσν. κρατικός υπάλληλος που καθόριζε τις φορολογικές υποχρεώσεις τών πολιτών αρχ. αυτός που καθιστά ισόρροπο κάτι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»