-
1 армировать
ενισχύω, (εξ)οπλίζω-ка ο (εξ)οπλισμός, η ενίσχυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > армировать
-
2 подкреплять
ενισχύω. - конструкцию - την κατασκευή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подкреплять
-
3 укреплять
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > укреплять
-
4 упрочнять
ενισχύω, (εν)δυναμώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > упрочнять
-
5 усиливать
1. (механически) ενισχύω, στερεώνω, επιτείνω 2. (рад., элн.) ενισχύω 3. (звук) δυναμώνω, (επ)αυξάνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > усиливать
-
6 укрепить
укрепить, укреплять 1) δυναμώνω, ενισχύω 2) (прикрепить ) στερεώνω* * *= укреплять1) δυναμώνω, ενισχύω2) ( прикрепить) στερεώνω -
7 усилить
-
8 укреплять
укрепля||тьнесов1. δυναμώνω (μετ.\ στερεώνω, ἐνισχύω, ἐδραιώνω, ἐμπεδώ/ τονώνω (здоровье):\укреплять власть (мощь, могущество) στερεώνω τήν ἐξουσία· \укреплять свое положение ἐνισχύω τήν θέση μου·2. воен. ὁχυρώνω·3. (прикреплять) κολλῶ„ στερεώνω, συνδέω.. -
9 крепить
-плю, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. креплённый, βρ: -лён, -лена, -леноρ.δ. μ.1. στερεώνω, στεργιώνω• συνδέω γερά• δένω στέρεα.2. (ναυτ.) μαζεύω τα πανιά.3. ενισχύω, δυναμώνω•крепить оборону своего отечества ενισχύω την άμυνα της πατρίδας μου.
|| παλ. ζωηρεύω, ζωντανεύω, δίνω ζωντάνια.4. προξενώ, προκαλώ δυσκοιλιότητα.συγκρατιέμαι. || κάνω κουράγιο στον εαυτό μου. || στερεώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (2,3 σημ.). -
10 усилишь
ρ.σ.μ. (εν)δυναμώνω, ενισχύω• εντείνω• ισχυροποιώ•усилишь звук δυναμώνω τον ήχο•
усилишь оборону ενισχύω την άμυνα•
усилишь внимание εντείνω την προσοχή•
усилишь старание εντείνω την προσπάθεια.
δυναμώνω, ενισχύομαι, εντείνομαι• ισχυροπο ιούμαι•ветер -лся ο άνεμος δυνάμωσε.
-
11 бетон
το σκυρόδεμα, το σκυροκονίαμα, το μπετόν (ξεν.)армировать - οπλίζω/ενισχύω το -плотный - πυκνό/στεγανό -- с большим содержанием цемента - με μεγάλη περιεκτικότητα σε κονία/τσιμέντοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бетон
-
12 жёсткость
1. (конструкции) η ακαμψίαη σκληρότητα· *усиливать - конструкции кольцами ενισχύω την - της κατασκευής με δακτυλίους- πλάκας2. (напр. воды) η σκληρότητα (π.χ. νερού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жёсткость
-
13 жир
το λίπ/ος, το πάχοςτο ξύγκιкостный - οστών, το οστεόλιποςпищевые - ы - η τροφής, τα εδώδιμα - ηрыбий - το ιχθυέλαιο, το ψαρόλαδο, το μου-ρουνέλαιο, το μουρουνόλαδο, синтетический - συνθετικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жир
-
14 звук
1. (физ., муз.) о ήχ/ος· *воспроизво-дить - αναπαράγω τον - о, записывание - а εγγραφή του - ουусиливать - ενισχύω τον - ο, δυναμώνω τον - οраспространяющийся в воздухе (в воде) - μεταφερόμενος στον αέρα (στο νερό)2. лингв. о φθόγγοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > звук
-
15 каучук
το καουτσούκ (ξεν.)листовой - σε έλασμα/φύλλοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > каучук
-
16 крепить
1. (прочно прикреплять) στερεώνω 2. (устанавливать крепь) αρμόζω το στήριγμα 3. (укреплять) ενισχύω, δυναμώνω 4. мор.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крепить
-
17 поддерживать
1. (служить опорой) (υπο)στηρίζω 2. (процесс, работу) συντηρώ 3. (оказывать помощь, содействовать в чём-л.) παρέχω βοήθεια, συμπαραστέκομαι, συνδράμω 4. (не дать прекратиться, приостановиться или нарушиться чему-л.) ενισχύω, διατηρώ, κρατώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поддерживать
-
18 почва
το έδαφος, η γηокультуривать - у καλλιεργώ το -, εξευγενίζω το -укреплять - у στερεώνω το -, ενισχύω το -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > почва
-
19 развить
1. (усилить, увеличить) αναπτύσσω, ενισχύω 2. (довести до какой-л. степени, до какого-л. более высокого уровня) αυξάνω, μεγαλώνω, ανεβάζω (το επίπεδο) 3. (мысль, доводы, идею) αναπτύσσω 4. (скорость) αυξάνω/ανεβάζω (την ταχύτητα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > развить
-
20 расчаливать
тех. ενισχύω, στηρίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расчаливать
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ενισχύω — ενισχύω, ενίσχυσα βλ. πίν. 5 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ενισχύω — (AM ἐνισχύω) [ισχύω] δυναμώνω, βοηθώ, ισχυροποιώ, ανακουφίζω («τόν ενίσχυσε χρηματικά») αρχ. 1. (αμτβ.) υπερισχύω, επικρατώ, γίνομαι ισχυρότερος («ἐν ταῑς πόλεσι ἐνισχύει τὰ νόμιμα καὶ τὰ ἤθη», Αριστοτ.) 2. (απολ.) ισχύω, κρατώ 3. αποκτώ δυνάμεις … Dictionary of Greek
ενισχύω — ενίσχυσα, ενισχύθηκα, ενισχυμένος, μτβ., συντελώ στο να γίνει κάποιος ισχυρότερος, τον δυναμώνω, βοηθώ, συντρέχω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνισχύω — ἐνισχύ̱ω , ἐν ἰσχύω to be strong pres subj act 1st sg ἐνισχύ̱ω , ἐν ἰσχύω to be strong pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπιρρώννυμι — Α ενισχύω επίσης, ενισχύω ακόμη περισσότερο («προσεπέρρωσε τὴν ὁρμὴν ὁ Μιθριδάτου θάνατος», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιρρώννυμι «ενισχύω, ενδυναμώνω»] … Dictionary of Greek
δυναμώνω — (AM δυναμῶ, όω) [δύναμις] 1. δίνω δύναμη, ενισχύω, ισχυροποιώ, τονώνω 2. αποκτώ δυνάμεις, τονώνομαι μσν. νεοελλ. 1. ενθαρρύνω κάποιον 2. ενισχύω, εξοπλίζω 3. (για τόπο) οχυρώνω μσν. 1. σκληραίνω κάτι 2. επιδοκιμάζω, επικροτώ 3. (με την προθ. εις) … Dictionary of Greek
επισχύω — (Α ἐπισχύω) [ισχύω] νεοελλ. ναυτ. ενισχύω τα πλοία που καταδιώκουν τον εχθρό αποσπώντας μονάδες από την κύρια ναυτική δύναμη αρχ. 1. ενισχύω, δίνω δύναμη («καὶ φίλους ἐπωφελεῑν καὶ πόλιν ἐπισχύειν», Ξεν.) 2. (αμτβ.) είμαι, γίνομαι ισχυρός,… … Dictionary of Greek
συνεπισχύω — Α 1. ενισχύω κάποιον σε συνεργασία με κάποιον άλλο 2. ιατρ. συντελώ («συνεπισχύειν πρὸς [τὸν] τοῡ κάμνοντος κίνδυνον», Γαλ.) 3. αστρολ. (για πλανήτες) συνδυάζω ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπισχύω «ενισχύω, δυναμώνω»] … Dictionary of Greek
υποκρατύνω — Α υποστηρίζω, ενισχύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κρατύνω «ενισχύω»] … Dictionary of Greek
χαλυβδώνω — και χαλυβώνω Ν 1. μεταβάλλω τον σίδηρο σε χάλυβα 2. ενισχύω μεταλλικό αντικείμενο με χάλυβα 3. μτφ. δυναμώνω, ενισχύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας. Ο τ. χαλυβδώνω, κατ επίδραση τού μόλυβδος. Η λ., στον λόγιο τ. χαλυβῶ, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ … Dictionary of Greek
αγαντάρω — 1. πιάνομαι γερά από κάτι 2. συλλαμβάνω 3. βοηθώ, ενισχύω κάτι 4. υπομένω, αντέχω 5. (προστ.) αγάντα α) πιάσε, κράτησε, στήριξε β) άντεχε, υπόμενε, βάστα γ) επίρρ. εμπρός με όλη τη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. agguantare (= συλλαμβάνω). ΠΑΡ. το… … Dictionary of Greek