Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ενδιαφέρομαι

  • 1 интересоваться

    Русско-греческий словарь > интересоваться

  • 2 интересовать

    интересовать ενδιαφέρω, προκαλώ το ενδιαφέρον меня интересует... μ'ενδιαφέρει... \интересоваться ενδιαφέρομαι
    * * *
    ενδιαφέρω, προκαλώ το ενδιαφέρον

    меня́ интересу́ет... интересова́ть — μ'ενδιαφέρει…

    Русско-греческий словарь > интересовать

  • 3 увлечь

    увлечь παρασέρνω, τραβώ \увлечься 1) ενδιαφέρομαι* ενθουσιάζομαι 2) (влюбиться ) ερωτεύομαι
    * * *
    παρασέρνω, τραβώ

    Русско-греческий словарь > увлечь

  • 4 увлечься

    1) ενδιαφέρομαι; ενθουσιάζομαι
    2) ( влюбиться) ερωτεύομαι

    Русско-греческий словарь > увлечься

  • 5 заинтересоваться

    заинтересовать||ся
    ἐνδιαφέρομαι.

    Русско-новогреческий словарь > заинтересоваться

  • 6 интересоваться

    интерес||оваться
    ἐνδιαφέρομαι.

    Русско-новогреческий словарь > интересоваться

  • 7 любопытствовать

    любопыт||ствовать
    несов δείχνω (φιλο)περιέργεια, ἐνδιαφέρομαι.

    Русско-новогреческий словарь > любопытствовать

  • 8 махнуть

    махнуть
    сов см. махать· ◊ \махнуть рукой на что́-л. παρατάω κάτι· \махнуть руко́й на кого-л. παύω νά ἐνδιαφέρομαι γιά κάποιον· \махнуть на все рукой τά παρατάω ὀλα, ἀδιαφορώ γιά ὀλα· \махнуть в другой город φεύγω σέ ἄλλη πόλη.

    Русско-новогреческий словарь > махнуть

  • 9 печься

    печься I
    несов ι. (0 хлебе и т. ἡ.) ψήνομαι, ὀπτῶμαι·
    2. разг:
    \печься на солнце ψήνομαι στον ήλιο.
    печься II
    несов (заботиться) φροντίζω, μεριμνώ, ἐνδιαφέρομαι.

    Русско-новогреческий словарь > печься

  • 10 увлекаться

    увлекать||ся
    1. ἐνδιαφέρομαι, μέ τραβἄ κάτι, μέ ἐλκύει κάτι/ παρασύρομαι, συναρπάζομαι (при рассказе, игре и т. п.):
    \увлекатьсяся театром, музыкой μέ ἐλκύει τό θέατρο, μέ ἐλκύει ἡ μουσική·
    2. (кем-л.) ἐρωτεύομαι.

    Русско-новогреческий словарь > увлекаться

  • 11 участие

    участи||е
    с
    1. (в чем-л.) ἡ συμμετοχή/ ἡ σύμπραξη, ἡ συνεργασία (сотрудничество):
    принимать \участие в чем-л. παίρνω μέρος σέ κάτι· привлекать κ \участиеκ> καλώ νά συμμετάσχουν, ἐξασφαλίζω τή συμμετοχή· при \участиеи μέ τήν συμμετοχή, μέ τήν σύμπραξη·
    2. (сочувствие) ἡ συμπόνοια, ἡ συμπάθεια:
    проявлять \участие к кому́-л. δείχνω συμπόνοια· относиться с \участиеем к кому́-л. αίσθάνομαι συμπάθεια γιά κάποιον принимать \участие в ком-л. ἐνδιαφέρομαι γιά τήν τύχη κάποιου· с жнвейшим \участиеем μέ ζωηρότατο ἐνδιαφέρον.

    Русско-новогреческий словарь > участие

  • 12 интересоваться

    [τντιρισαβάτ'σγια] ρ. ενδιαφέρομαι

    Русско-греческий новый словарь > интересоваться

  • 13 интересоваться

    [τντιρισαβάτ'σγια] ρ ενδιαφέρομαι

    Русско-эллинский словарь > интересоваться

  • 14 вырвать

    -ву, -вешь ρ.σ.μ.
    1. βγάζω βίαια, αποσπώ•

    вырвать зуб βγάζω το δόντι•

    вырвать письмо из рук αποσπώ το γράμμα από τα χέρια.

    2. ξεριζώνω, εκριζώνω. || μτφ. παίρνω, αποκτώ•

    вырвать секрет αποσπώ μυστικό.

    εκφρ.
    вырвать из сердца кого, что – βγάζω από την καρδιά μου κάποιον-κάτι (ξεχνώ, παύω να ενδιαφέρομαι, ν’ αγαπώ).
    1. αποσπώμαι βίαια• ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, γλιτώνω.
    2. βγαίνω, σχίζομαι•

    в книге -лись страницы από το βιβλίο είναι βγαλμένα (λείπουν) φύλλα.

    || ξεγλιστρώ, πέφτω•

    лампа -лась из рук η λάμπα γλίστρισε από τα χέρια.

    -рвет ρ.σ. κάνω εμετό, εμώ, εξεμώ.

    Большой русско-греческий словарь > вырвать

  • 15 думать

    ρ.δ.
    1. σκέφτομαι, -πτομαι, διανοούμαι, στοχάζομαι, συλλογιέμαι, διαλογίζομαι•

    о чём вы -ете? τι σκέφτεστε;•

    ему лень думать αυτός βαριέται, που ζει•

    тут нечего думать γι' αυτό δε χρειάζεται καμιά σκέψη•

    и не -ете это делать ούτε καν να το σκέφτεστε να το πράξετε.

    2. υποθέτω, έχω τη γνώμη• νομίζω•

    придёт ли он? — я -ю θα έρθει άραγε αυτός; νομίζω думать ναι•

    не -ю δε νομίζω, δεν πιστεύω•

    что вы об этом: -ете? τι γνώμη έχετε γι' αυτό;

    || εικάζω, υποψιάζομαι, υποθέτω.
    3. προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω, λογαριάζω•

    мне этот дом не нравится; я -ю продать его αυτό το σπίτι δε μου αρέσει, σκοπεύω να το πουλήσω.

    4. φροντίζω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι•

    -ю только о себе κοιτάζω μόνο τον εαυτούλη μου•

    он не -ет о других αυτός δε νοιάζεται για τους άλλους.

    εκφρ.
    и не -ю – ούτε καν σκέφτομαι, δε με απασχολεί καθόλου•
    думать думу ή думушку – σκέφτομαι, σπάζω το κεφάλι μου•
    он много -ет о себе – αυτός έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του•
    не долго думать – χωρίς πολλή σκέψη (αδίσταχτα)•
    не думано – απρόοπτα•
    я -ю! – και βέβαια! εννοείται!
    μου φαίνεται, λογιάζω, κάνω τη σκέψη•

    мне -ется, что не приедет νομίζω πως δε θά 'ρθει•

    всё вышло так, как -лось όλα ήρθαν έτσι, όπως τα λογάριαζα.

    Большой русско-греческий словарь > думать

  • 16 заботить

    -очу, -отишь
    ρ.δ.μ. ανησυχώ, με ανησυχεί, με τρώει η σκέψη• φοβούμαι•

    отца -ла судьба своего сына τον πατέρα ανησυχούσε η τύχη του παιδιού του•

    это его мало -ит αυτό λίγο τον ανησυχεί.

    1. ανησυχώ, φοβούμαι.
    2. ενδιαφέρομαι, φροντίζω, μεριμνώ, κοιτάζω, νοιάζομαι•

    я нимало не -чусь о нем καθόλου δε φροντίζω γι’ αυτόν•

    он мало --ится о своем здоровье αυτός λίγο ενδιαφέρεται για την υγεία του•

    заботить о чьих выгодах φροντίζω για τα συμφέροντα κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > заботить

  • 17 заинтересовать

    -сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заинтересованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    τραβώ, κινώ το ενδιαφέρο, την προσοχή•

    его рассказ всех -ал η διήγηση του τράβηξε την προσοχή όλων.

    με τραβά, ενδιαφέρομαι, δείχνω ενδιαφέρο.

    Большой русско-греческий словарь > заинтересовать

  • 18 интересовать

    -сую, -суешь
    ρ.δ. μ. κινώ το ενδιαφέρο.
    ενδιαφέρομαι (για κάτι).

    Большой русско-греческий словарь > интересовать

  • 19 манежить

    -жу, -жить,
    ρ.δ.μ.
    1. ασκώ, εξασκώ άλογο σε ιπποδρομία.
    2. μτφ. κουράζω, βασανίζω, ταλαιπωρώ• υποχρεώνω να περιμένει για πολύ χρόνο.
    ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα, κόβομαι, τσακίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > манежить

  • 20 отстать

    -стану, -станешь, προστκ. отстань ρ.σ.
    1. μένω πίσω• βραδύνω, αργοπορώ, καθυστερώ. || δε προκάνω, δεν προφτάνω•

    отстать от поезда δεν προκάνω το τρένο.

    2. μένω τελευταίος. || μτφ. υστερώ•

    этот ученик очень -ал αυτός ο μαθητής έμεινε πολύ πίσω (στα μαθήματα)•

    отстать в развитии υστερώ στην ανάπτυξη•

    отстать от жизни μένω πίσω από τη ζωή.

    || πηγαίνω (μένω)•

    часы -ли το ρολάγι έμεινε πίσω.

    3. αποσπώμαι• ξεκολλώ πέφτω•

    штукатура -ла ο σοβάς έπεσε•

    кора -ла от ствола η φλούδα βγήκε από τον κορμό.

    || καθαρίζω•

    пятно -ло ο λεκές καθάρισε (βγήκε).

    4. ξεκόβω, αποχωρώ, κόβω σχέσεις, λύω τους δεσμούς•

    отстать от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους.

    5. παρατώ, αφήνω, εγκαταλείπω• παύω να ασχολούμαι, να ενδιαφέρομαι. || ξεσυνηθίζω.
    6. παύω να ενοχλώ, αφήνω ήσυχο• παρατώ•

    отстинь от шеяа παράτα μας, άσε με ήσυχο, ξεφόρτωσε με.

    Большой русско-греческий словарь > отстать

См. также в других словарях:

  • ενδιαφέρομαι — ενδιαφέρομαι, ενδιαφέρθηκα βλ. πίν. 218 Σημειώσεις: ενδιαφέρομαι : η μτχ. ενεστώτα ενδιαφερόμενος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο και ουσιαστικό (→ αυτός που έχει ενδιαφέρον για κάτι, που τον αφορά άμεσα κάτι ή έχει ρόλο σε κάτι) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ενδιαφέρομαι — βλ. ενδιαφέρω …   Dictionary of Greek

  • ενδιαφέρομαι — βλ. ενδιαφέρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εννοιάζομαι — και γνοιάζομαι και νοιάζομαι (Μ ἐννοιάζομαι) 1. φροντίζω, ενδιαφέρομαι, μεριμνώ 2. υπονοιάζομαι, υποψιάζομαι, αντιλαμβάνομαι μσν. Ι. (ενεργ. και μέσ.) (ἐ)γνοιάζω και (ἐ)γνοιάζομαι 1. φροντίζω, μεριμνώ, ενδιαφέρομαι 2. σκέπτομαι ΙΙ. (μόν. το μέσ.) …   Dictionary of Greek

  • άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… …   Dictionary of Greek

  • αδιαφορώ — (Α ἀδιαφορῶ, έω) [ἀδιάφορος] είμαι αδιάφορος, δείχνω αδιαφορία, είμαι αμελής, δεν ενδιαφέρομαι για κάτι αρχ. 1. δεν διαφέρω, είμαι όμοιος με κάποιον ή με κάτι 2. είμαι ασήμαντος, αμελητέος …   Dictionary of Greek

  • αμελής — (I) ές (Α ἀμελής) αυτός που δεν φροντίζει, που παραμελεί, που αδιαφορεί για τους άλλους ή τα προβλήματά του, αδιάφορος, αμέριμνος, ανέμελος, ράθυμος αρχ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν φροντίζει κανείς, ο παραμελημένος 2. φρ. «ἀμελῶς ἔχω πρός τι»,… …   Dictionary of Greek

  • αμφιέπω — ἀμφιέπω και ἀμφέπω (Α) 1. περιβάλλω, περικυκλώνω 2. (για τραγούδια) στεφανώνω, επιστέφω 3. πιέζω δυνατά 4. ασχολούμαι με κάτι, φροντίζω 5. παρασκευάζω, ετοιμάζω 6. απονέμω τιμή ή σεβασμό 7. φρουρώ, φυλάσσω, προφυλάσσω 8. συχνάζω 9. περιποιούμαι,… …   Dictionary of Greek

  • αναμνιάζω — 1. θυμάμαι 2. υπενθυμίζω 3. φροντίζω, ενδιαφέρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναμνίζω < ἀνέμνησα, αόρ. τού ρ. ἀναμιμνήσκω κατά το σχήμα κομίζω ἐκόμισα] …   Dictionary of Greek

  • απομεριμνώ — ἀπομεριμνῶ ( άω) (Α) παύω να ενδιαφέρομαι για κάτι, αδιαφορώ μσν. 1. απαλλάσσομαι από τις μέριμνες 2. απαλλάσσομαι από τη βιοτική μέριμνα, ησυχάζω, πεθαίνω …   Dictionary of Greek

  • βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»