-
1 εμπόλεμος
-
2 εμπόλεμος
[эмболэмос] εκ. находящийся в состоянии войны.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εμπόλεμος
-
3 εμπόλεμος
[эмболэмос] επ находящийся в состоянии войны. -
4 ἐμπόλεμος
ἐμπόλεμ-ος, ον, = foreg., Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπόλεμος
-
5 μεταμώλιος
μεταμώλιος, schlechte Schreibart für das Folgde vor Wolf; Hesych. erkl. ἐμπόλεμος, von μῶλος.
-
6 воюющий
воюющ||ий1. прич. от воевать·2. прил ἐμπόλεμος:\воюющийие державы οἱ ἐμπόλεμες δυνάμεις. -
7 участник
участникм αὐτός πού παίρνει μέρος, ὁ συμμέτοχος/ ὁ συνένοχος, ὁ συνεργός (сообщи́ик)/ τό μέλος (организации, экспедиции и т. п.)/ ὁ μέτοχος, ὁ συνέταιρος (в пае и т. п.):\участники съезда τά μέλη τοῦ συνεδρίου, οἱ σύνεδροι· \участник игры ὁ παίκτης· \участник войны а) ὁ πολεμιστής, ὁ παλαίμαχος, б) (о стране) ὁ ἐμπόλεμος· \участник заговора ὁ συνωμότης· \участник экспедиции τό μέλος τής ἀποστολής· быть \участником чего́-л. παίρνω μέρος σέ κάτι· \участник соревнования а) спорт. ὁ συμμετέχων στους ἀγώνες, б) (трудового) οἱ ἀμιλλώμενοι. -
8 κατάσταση
[-ις (-εως)] η1) положение, состояние; обстановка; конъюнктура;ψυχική (παθολογική) κατάσταση — душевное (болезненное) состояние;
αεριώδης κατάσταση — газообразное состояние;
κατάσταση έλλειψης βαρύτητας — состояние невесомости;
κατάσταση τής οδού — состояние дороги;
διεθνής κατάσταση — международное положение;
εμπόλεμος κατάσταση — военное положение; — состояние войны;
κατάσταση πολιορκίας — осадное положение;
η κατάσταση των πραγμάτων — положение вещей, положение дел;
άνθρωπος της κατάστασης — конъюнктурщик;
είμαι ( — или βρίσκομαι) σε δύσκολη κατάσταση — быть в затруднительном положении;
2) перечень, список; опись, реестр; ведомость;μισθοδοτική κατάσταση — ведомость на зарплату;
3) воен. служебное положение;κατάσταση ενεργείας — действительная служба;
κατάσταση διαθεσιμότητας — действующий резерв;
κατάσταση αποστρατείας — положение отставника;
§ είμαι σε ενδιαφέρουσα κατάσταση — быть в интересном положении, быть беременной;
είμαι σε καλή κατάσταση — иметь состояние, быть состоятельным человеком;
είμαι σε κατάσταση να... — быть в состоянии (сделать что-л.);
τί κατάσταση είναι αυτή;
, что здесь происходит?;δεν είναι κατάσταση αυτή! — так дальше продолжаться не может!;
ορίστε κατάσταση! — смотрите, до чего мы дошли!
-
9 belligerent
[bi'li‹ərənt]1) (unfriendly; hostile: a belligerent stare; She is very belligerent and quarrelsome.) εχθρικός2) (waging war: belligerent nations.) εμπόλεμος•- belligerently -
10 воюющий
[βαγιούγιουστσιΐ] επ. εμπόλεμος -
11 воюющий
[βαγιούγιουστσιϊ] επ εμπόλεμος -
12 мирной
επ. παλ. ειρηνικός, μη εμπόλεμος. -
13 μεταμώλιος
μετᾰμώλιος, ον, dub. l. for sq.II = ἐμπόλεμος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταμώλιος
См. также в других словарях:
εμπόλεμος — η, ο (Α ἐμπόλεμος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε πόλεμο, που διεξάγει πόλεμο («εμπόλεμα κράτη») 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι εμπόλεμοι αυτοί που πολεμούν μεταξύ τους 3. ο πολεμικός, αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον πόλεμο (α. «εμπόλεμη … Dictionary of Greek
εμπόλεμος — η, ο 1. που βρίσκεται σε πόλεμο, που διεξάγει πόλεμο: Εμπόλεμα κράτη. 2. το αρσ. πληθ. ως ουσ., εμπόλεμοι αυτοί που πολεμούν μεταξύ τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
μεταμώλιος — μεταμώλιος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐμπόλεμος» … Dictionary of Greek
ουδετερότητα — Νομική ή πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα κράτη τα οποία δεν παίρνουν μέρος σε πόλεμο που διεξάγεται μεταξύ άλλων κρατών. Η ο. ως νομική κατάσταση στηρίζεται σε μια σειρά κανόνων του διεθνούς δικαίου που αποβλέπουν από το ένα μέρος… … Dictionary of Greek
παναμάς — I O Παναμάς καταλαμβάνει το πιο στενό τμήμα του κεντροαμερικανικού ισθμού και προχωρεί σε σχήμα «S» από τη μεθόριο με την Kόστα Pίκα στα δυτικά ώς τη μεθόριο με την Kολομβία στα ανατολικά. Tα πιο διαμήκη σύνορα της χώρας όμως είναι τα φυσικά, που … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek