Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

εμπιστεύομαι

  • 21 верить

    ρ.δ.
    1. (σε τι) πιστεύω•

    верить в победу πιστεύω στη νίκη•

    верить в торжество справедливости πιστεύω στον θρίαμβο της δικαιοσύνης•

    верить в Бога πιστεύω στο Θεό.

    2. είμαι θρήσκος•

    -ил, когда я был маленьким πίστευα, όταν ήμουν μικρός.

    3. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη•

    верить другу έχω εμπιστοσύνη στο φίλο.

    εκφρ.
    верить на слово – πιστεύω (εχω εμπιστοσύνη) στο λόγο•
    не верить своим глазам ή ушам – δεν πιστεύω στα μάτια μου, στ’ αυτιά μου (για κάτι απροσδόκητο).
    πιστεύω, έχω εμπιστοσύνη•

    -ится с трудом είναι δυσκολοπίστευτο, δυσκολεύομαι να το πιστέψω•

    мне не -ится εγώ δεν το πιστεύω.

    Большой русско-греческий словарь > верить

  • 22 веровать

    -рую, -руешь, μτχ. ενστ. верующий, ρ.δ.
    1. πιστεύω στο θεό. || έχω πεποίθηση•

    он -ет в свое право αυτός πιστεύει στο δίκιο του.

    2. παλ. έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον, εμπιστεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > веровать

  • 23 доверие

    ουδ.
    εμπιστοσύνη, πίστη, αξιοπιστία•

    войти в доверие αποκτώ τήν εμπιστοσύνη•

    облечь -ем περιβάλλω με εμπιστοσύνη•

    оказать доверие кому-н. δίνω εμπιστοσύνη σε κάποιον, εμπιστεύομαι•

    питать кому-н. доверие τρέφω εμπιστοσύνη σε κάποιον•

    лишиться -я στερούμαι της εμπιστοσύνης•

    терять доверие χάνω την εμπιστοσύνη•

    нарушить чь-н. доверие απιστώ, κάνω απιστία•

    слепое доверие τυφλή εμπιστοσύνη•

    употреблять во зло чью-либо доверие καταχρώμαι της εμπιστοσύνης κάποιου•

    я имею от него доверие είμαι εξουσιοδοτημένος απ' αυτόν•

    полное доверие πλήρης, εμπιστοσύνη•

    человек достойный -я αξιόπιστος άνθρωπος•

    не внушать доверие δεν.εμπνέω εμπιστοσύνη•

    пользоваться полным -ем είμαι αξιόπιστος•

    завоевать доверие αποκτώ την εμπιστοσύνη.

    Большой русско-греческий словарь > доверие

  • 24 оказать

    -ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оказанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (απλ.) βλέπω. || παλ. δείχνω•

    оказать мужество δείχνω αντρεία.

    2. (με μερικά ουσ. σχηματίζει συνδυασμούς με τη σημ. του ουσ..ως ρήμα)•

    оказать влияние επιδρώ•

    оказать помощь βοηθώ•

    оказать доверие εμπιστεύομαι•

    оказать предпочтение προτιμώ•

    оказать сопротивление αντιστέκομαι•

    оказать услугу εξυπηρετώ•

    оказать неуважение δείχνω ασέβεια•

    оказать уважение σέβομαι, δείχνω σεβασμό•

    оказать внимание προσέχω•

    оказать радушный прим υποδέχομαι εγκάρδια•

    оказать давление πιέζω, ασκώ πίεση•

    оказать поддержку υποστηρίζω•

    оказать гостеприимство φιλοζενώ•

    оказать содействие συμβάλλω.

    1. παλ. εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι.
    2. βρίσκομαι, υπάρχω•

    никого не -лось дома κανένας δεν υπήρχε στο σπίτι.

    || περιπίπτω, πέφτω•

    он -лся в незнакомом месте αυτός περιέπεσε σε άγνωστο μέρος•

    он -лся в затруднении αυτός περιήλθε σε δυσχερή θέση•

    оказать в опасности βρίσκομαι σε κίνδυνο•

    оказать без работы μένω χωρίς δουλειά.

    3. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι. || δείχνομαι, φαίνομαι. || απρόσ. γίνεται γνωστό, σαφές, φανερό, φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > оказать

  • 25 передоверить

    ρ.σ.μ. εμπιστεύομαι σε άλλον, μετεμπιστεύομαι. || παραδίνω τα καθήκοντα ή την πληρεξουσιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > передоверить

  • 26 передоверять

    ρ.δ.
    βλ. передоверить.
    εμπιστεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > передоверять

  • 27 положить

    -ложу, -ложишь, προστκ. положи, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. положенный, βρ: -жен, -а, -о.
    1. βλ. класть.
    2. παλ. αποφασίζω• καθιερώνω.
    3. (απρόσ.) -жено πρέπει, έπρεπε, επιβάλλεται, επιβάλλονταν.
    4. положим (παρνθ. λ.) ας υποθέσομε, ας πούμε, ας παραδεχτούμε•

    положим, что это так ας πούμε πως αυτό είναι έτσι•

    положим, что вы правы ας παραδεχτούμε ότι εσείς έχετε δίκαιο.

    εκφρ.
    положа руку на сердце (сказать)• – βάζοντας το χέρι στην καρδιά (λέγω ειλικρινά).
    βασίζομαι, στηρίζομαι• εμπιστεύομαι•

    положить на него нельзя δεν πρέπει να βασιστείς σαυτόν.

    Большой русско-греческий словарь > положить

  • 28 понадеяться

    ρ.σ. ελπίζω, στηρίζω τις ελπίδες. || βασίζομαι, εμπιστεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > понадеяться

  • 29 поручить

    -ручу, -ручить, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. порученный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    (με δοτ.)•
    1. αναθέτω επιφορτίζω.
    2. εμπιστεύομαι..
    βλ. ручаться.

    Большой русско-греческий словарь > поручить

  • 30 препоручать

    ρ.δ.
    βλ. препоручить.
    εμπιστεύομαι, ανατίθεμαι• εντέλλομαι.

    Большой русско-греческий словарь > препоручать

  • 31 препоручить

    ρ.σ.μ. παλ. αναθέτω• εμπιστεύομαι•

    препоручить власть αναθέτω την εξουσία.

    Большой русско-греческий словарь > препоручить

См. также в других словарях:

  • εμπιστεύομαι — εμπιστεύομαι, εμπιστεύτηκα και εμπιστεύθηκα βλ. πίν. 20 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εμπιστεύομαι — και μπιστεύομαι (AM ἐμπιστεύω και ἐμπιστεύομαι) 1. έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον, πιστεύω ότι είναι ειλικρινής απέναντι μου 2. αναθέτω κάτι σε κάποιον με πίστη στην ειλικρίνεια, στην τιμιότητα ή στην ικανότητά του («τού εμπιστεύομαι τα παιδιά μου,… …   Dictionary of Greek

  • ἐμπιστεύομαι — ἐμπιστεύω entrust pres ind mp 1st sg ἐμπιστεύω entrust pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακαταθέτω — εμπιστεύομαι, καταθέτω χρηματικό ποσό ή κινητά περιουσιακά στοιχεία σε ένα τρίτο πρόσωπο ή οργανισμό για να τά φυλάξει, κάνω παρακαταθήκη …   Dictionary of Greek

  • θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… …   Dictionary of Greek

  • αναθέτω — (Α ἀνατίθημι) 1. αφήνω σε άλλον την εκτέλεση ή τη φροντίδα για κάτι, επιφορτίζω, εμπιστεύομαι 2. προσφέρω κάτι ως ανάθημα, αφιερώνω αρχ. Ι. ενεργ. 1. βάζω επάνω, επιθέτω, επιρρίπτω, επιβάλλω 2. αναφέρω, απονέμω, αποδίδω 3. ιδρύω, ανεγείρω 4. δίνω …   Dictionary of Greek

  • αποθαρρώ — (AM ἀποθαρρῶ, έω) [θαρρώ] μσν. νεοελλ. 1. εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον 2. (για συναλλαγές) εμπιστεύομαι κάτι για ορισμένο χρονικό διάστημα αρχ. μσν. 1. παίρνω θάρρος 2. τολμώ να κάνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • αφήνω — και αφίνω Ι. (μτβ.) 1. παύω να κρατώ κάτι 2. τοποθετώ, ακουμπώ, βάζω κάπου 3. εγκαταλείπω, βάζω κατά μέρος, παρατώ 4. αποχωρίζομαι κάποιον 5. αναχωρώ, αποχωρώ, φεύγω από κάπου 6. σταματώ, παύω 7. μτφ. απαρνούμαι, αποβάλλω κακές συνήθειες 8. (για… …   Dictionary of Greek

  • θαρρεύω — (Μ θαρρεύω και θαρρεύγω) 1. (αμτβ.) παίρνω θάρρος, τολμώ («θαρρεύω σαν λεοντάρι άναψα», Κρυστ.) 2. θαρρώ, νομίζω, υποθέτω, πιστεύω («θάρρεψα πως θα ρχόσουνα») 3. μέσ. θαρρεύομαι εμπιστεύομαι κάποιον, βασίζομαι σε κάποιον («δεν θαρρεύομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • καταπιστεύω — (AM) 1. πιστεύω πολύ, έχω τυφλή πίστη σε κάποιον, έχω πεποίθηση σε κάποιον ή σε κάτι («καταπιστεύω ταῑς ἰδίαις δυνάμεσι», Πολ.) 2. εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον 3. φρ. α) «καταπιστεύομαι ὑπό τινος» ή «καταπιστεύομαι τινί» μέ εμπιστεύεται κάποιος,… …   Dictionary of Greek

  • κατεμπιστεύομαι — (Μ) (επιτ. τ. τού εμπιστεύομαι) 1. εμπιστεύομαι απόλυτα κάποιον 2. εκμυστηρεύομαι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»