-
1 μάσσω
A (anap.) ( ἀνα- Od. 19.92): [tense] aor.ἔμαξα Pherecr. 183.2
, Pl.R. 372b, Arist. Rh. 1416b31, Nic.Th. 952: [tense] pf.μέμᾰχα Ar.Eq.55
:—[voice] Med., [tense] fut. μάξομαι ( ἐμμ-) Call.Dian. 124: [tense] aor.ἐμαξάμην Hdt.1.200
; poet.μαξάμην AP 5.295
(Agath.):—[voice] Pass., [tense] aor. 1ἐμάχθην Aret.CD2.12
: [tense] aor. 2 ἐμάγην [ᾰ] (v. ἐκμ-): [tense] pf.μέμαγμαι Ar.Eq.57
, Th.4.16: freq. in compds. with ἀπό, ἐκ:—knead, press into a mould, esp. of barley-cakes which were subsequently moistened and eaten without baking (cf. μακτός), S. l. c., Ar. Pax14;μᾶζαν μεμαχότος Id.Eq.55
(also in [voice] Med., Hdt. l.c., Ar.Nu. 788); ἐκ μὲν τῶν κριθῶν ἄλφιτα.., ἐκ δὲ τῶν πυρῶν ἄλευρα, τὰ μὲν πέψαντες, τὰ δὲ (viz. ἄλφιτα)μάξαντες Pl.
l.c.: metaph.,μάττειν ἐπινοίας Ar.Eq. 539
:—[voice] Med.,εὐλόγου<ς> αἰτίας ματτόμενον Pall.
in Hp. Fract.12.286 C.:—[voice] Pass.,μᾶζα μεμαγμένη Archil.2
; μᾶζαν ὑπ' ἐμοῦ μεμ. Ar.Eq.57, cf. 1167; σῖτος μεμαγμένος dough ready kneaded (or pressed into cakes), Th. l. c., cf. Ar. Pax28; ὅστις ἀλφιτοσιτεῖ, ὕδατι μεμαγμένην ( μεμιγ- codd.) ἀεὶ τὴν μᾶζαν ἐσθίει prob. cj. in X.Cyr.6.2.28, cf. Agathocl.6. -
2 ἐκμάσσω
ἐκμάσσω, [dialect] Att. [suff] ἐκμαρτῠρ-ττω, [tense] pf. ἐκμέμᾰχα ([suff] ἐκμάρτῠρ-κα codd.) cj. in D.H.Dem.4: [tense] aor. 2 [voice] Pass. - εμάγην [pron. full] [ᾰ] Pl.Tht. 191d; also [tense] aor. I part.Aἐκμαχθείς Hsch.
:—wipe off, wipe away,κάρᾳ κηλῖδας ἐξέμαξεν S.El. 446
; ἔκμασσε [ τὸ αἷμα] E.HF 1400;ἀλωπεκίας ὀθονίῳ Archig.
ap. Gal.12.406:—[voice] Med., wipe away one's tears, AP5.42 (Rufin.).2 wipe dry,ὑπὸ σπόγγου Hp.Acut.65
([voice] Pass.), cf. Herod.6.9; [ τοὺς ἔμπροσθεν πόδας] ἐ. εἰς τοὺς μέσους, of bees, Arist.HA 624b1.II of an artist, mould or model in wax or plaster, αὑτὸν ἐκμάττειν τε καὶ ἐνιστάναι εἰς τοὺς τῶν κακιόνων τύπους to mould and adapt oneself to.., Pl.R. 396d; of pessaries, Hp.Steril.230:—so in [voice] Med., Id.Nat.Mul. 109; ὧν ἔτι θερμὰ κονία.. ἐκμάσσεται ἴχνη of whose yet warm footsteps the dust receives the impress, Theoc.17.122; express, imitate,ἵππου γενεήν Nic.Th. 740
;τὸν Λυσιακὸν χαρακτῆρα ἐκμέμακται D.H.Dem.13
(so in [voice] Act., ib.4 codd., dub.); ἐς τὸ ἀκριβέστατον ἐξεμάξατο τὸν διδάσκαλον he was the image of his master, Alciphr.3.64:—[voice] Pass., μάλθης ἄναγνα σώματ' ἐκμεμαγμένοι (v.l. -μένα) S.Ichn.140; ἐκεῖνος αὐτὸς ἐκμεμαγμένος his very image, Cratin.255;βασιλέως..εἰκόν' ἐκμεμ. IGRom.1.1190
([place name] Memnon); ὃ ἂν ἐκμαγῇ whatever be impressed, whatever impression be made (cf. ἐκμαγεῖον), Pl.Tht. 191d; τὴν ἰδέαν τοῦ παιδὸς ἐκμεμάχθαι had impressed upon him the image of the boy, Plu.Cic.44; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκμάσσω
См. также в других словарях:
μάσσω — (AM, Α αττ. τ. μάττω) 1. ζυμώνω, πιέζω ζύμη μέσα σε ένα καλούπι, ειδικά για μικρές κρίθινες πίτες που τίς έτρωγαν χωρίς να τίς ψήσουν («οὐδεὶς γὰρ αίῃ με μάττοντ ἐσθίειν», Αριστοφ.) 2. κατεργάζομαι, μαλάσσω, «δουλεύω» κάτι με το χέρι, ζυμώνω… … Dictionary of Greek