-
1 εκπληρώνω
[-ώ (ο)] μετ. выполнять, исполнять;εκπληρώνω υπόσχεση (καθήκον) — исполнять обещание (долг);
χρέη εισαγγελέως — временно исполнять обязанности прокурора;§ εκπληρώνω τό κοινόν χρέος — умирать
-
2 εκπληρώνω
[экплироно] ρ выполнять, исполнять. -
3 σχέδιο(ν)
τό1) проект; план;τό πεντάχρονο σχέδιο(ν) — пятилетний план, пятилетка;
σχέδιο(ν) απόφασης — проект резолюции;
σχέδιο(ν) νόμου — законопроект;
καταστρώνω σχέδιο(ν) — составлять план;
εκπληρώνω (ματαιώνω) σχέδιο(ν) — выполнять (срывать) план;
2) план, замысел, намерение; цель;πραγματοποιώ τα σχέδιά μου — осуществлять свои планы, намерения;
3) чертёж; схема;4) эскиз, набросок; 5) рисунок; узор;σχέδιο(ν) με μολύβι (κάρβουνο) — рисунок карандашом (углём);
6) образчик; фасон;κόβω σχέδιο(ν) — снять фасон;
§ τον πήρε το σχέδιο(ν) — он случайно попал (куда-л., в какую-л. категорию)
-
4 σχέδιο(ν)
τό1) проект; план;τό πεντάχρονο σχέδιο(ν) — пятилетний план, пятилетка;
σχέδιο(ν) απόφασης — проект резолюции;
σχέδιο(ν) νόμου — законопроект;
καταστρώνω σχέδιο(ν) — составлять план;
εκπληρώνω (ματαιώνω) σχέδιο(ν) — выполнять (срывать) план;
2) план, замысел, намерение; цель;πραγματοποιώ τα σχέδιά μου — осуществлять свои планы, намерения;
3) чертёж; схема;4) эскиз, набросок; 5) рисунок; узор;σχέδιο(ν) με μολύβι (κάρβουνο) — рисунок карандашом (углём);
6) образчик; фасон;κόβω σχέδιο(ν) — снять фасон;
§ τον πήρε το σχέδιο(ν) — он случайно попал (куда-л., в какую-л. категорию)
-
5 υποχρέωση
[-ις (-εως)] η1) обязанность; долг; повинность;οικογενειακές υποχρέώσεις — семейные обязанности;
έχω υποχρέωση σε κάποιον — быть в долгу перед кем-л.;
καθολική στρατιωτική υποχρέωση — всеобщая воинская обязанность, повинность;
έχω υποχρέώσεις — нести обязанности, быть обременённым обязанностями;
ξοφλάω την υποχρέωση — не оставаться в долгу;
θεωρώ υποχρέωση μου считать своим долгом, обязанностью;από υποχρέωση — по обязанности;
2) обязательство;αναλαμβάνω την υποχρέωση — брать на себя обязательство;
εκπληρώνω την υποχρέωση μου выполнять своё обязательство
См. также в других словарях:
εκπληρώνω — εκπληρώνω, εκπλήρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εκπληρώνω — και εκπληρώ ( όω) (AM ἐκπληρῶ, όω Μ και ἐκπληρώνω) 1. εκτελώ κάτι μέχρι τέλους, φέρω εις πέρας («εκπληρώνω την αποστολή μου, τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, την εντολή που μού δόθηκε) 2. τηρώ («εκπληρώνω την υπόσχεσή μου», «ὑπόσχεσιν ή χάριν… … Dictionary of Greek
εκπληρώνω — εκπλήρωσα, εκπληρώθηκα, εκπληρωμένος, μτβ. 1. εκτελώ κάτι τελείως, πραγματοποιώ: Εκπληρώθηκε η τελευταία του επιθυμία. 2. φρ., «εκπληρώνω χρέη εισαγγελέα, νομάρχη, λυκειάρχη κτλ.» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πληρώ — όω, ΝΜΑ, και πληρώνω Ν [πλήρης] νεοελλ. μτφ. φέρνω σε πέρας, εκπληρώνω, ανταποκρίνομαι («το νέο κτήριο πληροί όλους τους όρους υγιεινής») νεοελλ. αρχ. καθιστώ κάτι πλήρες, γεμίζω κάτι εντελώς με κάτι άλλο μσν. μεγαλώνω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς με… … Dictionary of Greek
ανακομίζω — (Α ἀνακομίζω) επαναφέρω, μεταφέρω, παίρνω μαζί μου (στα αρχ. και μέσ.) μσν. νεοελλ. κάνω ανακομιδή, μεταφέρω τα οστά νεκρού από τον τάφο σε οστεοφυλάκιο, χωνευτήρι ή αλλού αρχ. Ι. ενεργ. 1. ξεχρεώνω, εκπληρώνω, πραγματοποιώ 2. θεραπεύω, γιατρεύω… … Dictionary of Greek
αναπίμπλημι — ἀναπίμπλημι (Α) [πίμπλημι] 1. (για δοχεία) γεμίζω εντελώς, ξεχειλίζω 2. εκπληρώνω το πεπρωμένο 3. υποφέρω 4. γεμίζω κάποιον με κάτι 5. παθ. μολύνομαι … Dictionary of Greek
αποπίμπλημι — ἀποπί(μ)πλημι κ. άω (Α) 1. συμπληρώνω, ολοκληρώνω 2. επαληθεύω, εκπληρώνω 3. καταπραΰνω, κατευνάζω 4. ικανοποιώ κάποιον που ζητά κάτι … Dictionary of Greek
αποτάζω — (I) βλ. αποτάσσω. (II) [απο + τάζω] 1. ανακαλώ, δεν εκπληρώνω κάποια υπόσχεση 2. τάζω, δίνω ιερή υπόσχεση στον Θεό ή στους αγίους να κάνω κάτι … Dictionary of Greek
αφοσιώνω — (AM ἀφοσιῶ, όω, Α και ἀποσιῶ, ιων. τ.) αφιερώνω, διαθέτω εξ ολοκλήρου νεοελλ. ( ώνομαι) 1. προσφέρω τον εαυτό μου εξολοκλήρου σε κάποιον 2. απασχολούμαι ή επιδίδομαι σε κάτι με πολύ ζήλο 3. (η μτχ.) αφοσιωμένος, η, ο ένθερμος φίλος, πιστός οπαδός … Dictionary of Greek
δημόκραντος — δημόκραντος, ον (Α) αυτός που επικυρώθηκε από τον λαό («δημοκράντου δ ἀρᾱς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + κραντος < κραίνω «φέρω κάτι σε πέρας, εκπληρώνω»] … Dictionary of Greek
διατελευτώ — διατελευτῶ ( άω) (Α) εκπληρώνω, τελειώνω … Dictionary of Greek