-
1 εκατό
αριθ. сто;ο παπούς μου ζυγώνει τα εκατό — моему деду идёт сотый год;
εκατό φορές τού τώπα разг — сто раз я ему говорил;
§ ο αριθμός εκατό, το (νούμερο) εκατό — уборная, туалет
-
2 εκατό
[экато] αριθμ сто. -
3 εκατό
cent -
4 Εκατό η αλεπού, εκατό δέκα τ' αλεπόπουλα
Εκατό η αλεπού, εκατό δέκα τ' αλεπόπουλα– Η αλεπού εκατό χρονών, το αλεπόπουλο εκατόν δύο– Το αυγό δεν μπορεί να διδάξει την κότα• Яйца курицу не учатИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Εκατό η αλεπού, εκατό δέκα τ' αλεπόπουλα
-
5 ἑκατό-στομος
ἑκατό-στομος, hundertmündig, ποταμοῦ ῥοαί Eur. Bacch. 404.
-
6 ἑκατό-ζυγος
ἑκατό-ζυγος, mit hundert Ruderbänken, Il. 20, 247.
-
7 Εκατό χρονώ γάιδαρος νέα περπατησιά δε μαθαίνει
Εκατό χρονώ γάιδαρος ( το παλιό τ' άλογο) νέα περπατησιά δε μαθαίνει– Παλιός γάιδαρος, καινούρια περπατησιά• Старого осла новым штукам не научишьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Εκατό χρονώ γάιδαρος νέα περπατησιά δε μαθαίνει
-
8 Η αλεπού εκατό χρονών, το αλεπόπουλο εκατόν δύο
Εκατό η αλεπού, εκατό δέκα τ' αλεπόπουλα– Η αλεπού εκατό χρονών, το αλεπόπουλο εκατόν δύο– Το αυγό δεν μπορεί να διδάξει την κότα• Яйца курицу не учатИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η αλεπού εκατό χρονών, το αλεπόπουλο εκατόν δύο
-
9 τοις εκατό
отcтоГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > τοις εκατό
-
10 cent
εκατό -
11 Το αυγό δεν μπορεί να διδάξει την κότα
Εκατό η αλεπού, εκατό δέκα τ' αλεπόπουλα– Η αλεπού εκατό χρονών, το αλεπόπουλο εκατόν δύο– Το αυγό δεν μπορεί να διδάξει την κότα• Яйца курицу не учатИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το αυγό δεν μπορεί να διδάξει την κότα
-
12 Παλιός γάιδαρος, καινούρια περπατησιά
Εκατό χρονώ γάιδαρος ( το παλιό τ' άλογο) νέα περπατησιά δε μαθαίνει– Παλιός γάιδαρος, καινούρια περπατησιά• Старого осла новым штукам не научишьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Παλιός γάιδαρος, καινούρια περπατησιά
-
13 Το παλιό τ' άλογο νέα περπατησιά δε μαθαίνει
Εκατό χρονώ γάιδαρος ( το παλιό τ' άλογο) νέα περπατησιά δε μαθαίνει– Παλιός γάιδαρος, καινούρια περπατησιά• Старого осла новым штукам не научишьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το παλιό τ' άλογο νέα περπατησιά δε μαθαίνει
-
14 ἑκατόζυγος
ἑκατό-ζυγος: with a hundred benches, νηῦς, an hyperbole, Il. 20.247†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἑκατόζυγος
-
15 ἑκατόζυγος
-
16 ἑκατόστομος
-
17 hundred
1. noun1) ((plural hundred) the number 100: Ten times ten is a hundred; more than one/a hundred; There must be at least six hundred of them here.) εκατοντάδα2) (the figure 100.) εκατό3) (the age of 100: She's over a hundred; a man of a hundred.) εκατό χρονών4) ((plural hundred) a hundred pounds or dollars: I lost several hundred at the casino last night.) εκατό λίρες/εκατό δολλάρια2. adjective1) (100 in number: six hundred people; a few hundred pounds.)2) (aged 100: He is a hundred today.)•- hundred-- hundredfold
- hundredth
- hundreds of -
18 процент
-а α.1. τα εκατό (ποσοστό)•восемь -ов οχτώ τα εκατό.
2. τόκος•давать деньги на процент δίνω χρήματα μετόκο•
процент на процент το επιτόκιο•
годовой процент το ετήσιο επιτόκιο•
ростовщические -ы τοκογλυφικά επιτόκια•
под• большие -ы με μεγάλους τόκους.
εκφρ.на сто -ов – πλήρως, εκατό τα εκατό• σίγουρα. -
19 стопроцентный
επ.καθολικός, ολοκληρωτικός, πλήρης, εκατό τα εκατό•-ое выполнение плана η εκατό τα εκατό εκπλήρωση του πλάνου.
-
20 процентный
επ.τα εκατό•-ое содержание железа в руде περιεκτικότητα τα εκατό του σιδήρου στο μετάλλευμα•
в -ом отношении σε σχέση με τα εκατό (%).
τοκοφόρος• έντοκος•-ые бумаги τα χρεόγραφα.
См. также в других словарях:
εκατό — οι, τα άκλ. αριθμ. απόλ. 1. δηλώνει ποσότητα δέκα δεκάδων (10 x 10 = 100). 2. σε φράσεις που δηλώνουν χρόνο χρησιμοποιείται συχνά στη θέση του τακτ. αριθμ. εκατοστός: Ο παππούς κοντεύει τα εκατό (το εκατοστό έτος της ηλικίας του). – Το εκατό μ.Χ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκατό — οι, τα (AM ἑκατόν, οι, αι, τα Α και αρκαδικός τύπος ἑκατόν) 1. απόλυτο αριθμητικό που δηλώνει την ποσότητα τών δέκα δεκάδων 2. στρογγυλός αριθμός που εκφράζει αόριστο πλήθος ή μεγάλο αριθμό νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκατό το εκατοστό… … Dictionary of Greek
εκατό- — πρόθημα που στο μετρικό σύστημα καθορίζει τον πολλαπλασιασμό τής λαμβανόμενης κάθε φορά ως μονάδας επί εκατό. Σύμβολο h … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
εκατόμβη — Στην αρχαιότητα μεγαλόπρεπη θυσία, αρχικά εκατό βοδιών, αλλά αργότερα και άλλων ζώων αντίστοιχης αξίας. Την προσέφεραν κυρίως προς τιμήν του Δία και του Απόλλωνα (απ’ όπου προέρχεται και το επίθετο των δύο θεών εκατομβαίοι), με εξιλαστήριο σκοπό … Dictionary of Greek
σανσκριτική — Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα της ινδοϊρανικής ομάδας, που μοιάζει αρκετά με την αβεστική. Δεν είναι δυνατό να εντοπίσουμε με ακρίβεια την εποχή της εμφάνισης της κλασικής σ., που διαδέχτηκε την αρχαιότερη βεδική ως γλώσσα του ινδικού πολιτισμού· από τα… … Dictionary of Greek
αριθμητική — Ο κλάδος των μαθηματικών που μελετά τους φυσικούς αριθμούς: 1, 2, 3, 4... Η ενασχόληση με τους φυσικούς αριθμούς είναι τόσο παλιά όσο και ο άνθρωπος, η α. όμως ως επιστήμη είναι σχετικά νέα. Ως θεμελιωτής της α. μπορεί να θεωρηθεί o Πυθαγόρας,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ντ’ Ανούντσιο, Γκαμπριέλε — (Gabriele D’Annunzio, Πεσκάρα 1863 – Γκαρντόνε Ριβιέρα, Μπρέσια 1938). Ιταλός ποιητής και συγγραφέας. Το 1879 δημοσίευσε ένα μικρό βιβλίο Primo vere καρντουτσιανής μίμησης και το 1881 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου γρήγορα έγινε ο πρωταγωνιστής της … Dictionary of Greek