Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εισάγ

См. также в других словарях:

  • εἴσαγ' — εἴσαγε , εἰσάγω lead in pres imperat act 2nd sg εἴσαγε , εἰσάγω lead in imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαταστέριστος — ἀκαταστέριστος, ον (Α) [καταστερίζω] (ουρανός) τού οποίου οι αστερισμοί δεν έχουν καταταχθεί (Αχ. Τάτ., Εισαγ. 40) …   Dictionary of Greek

  • ανείπον — ἀνεῑπον (Α) (χρησιμοποιείται ως αόρ. του αναγορεύω*) 1. αναγορεύω*, ανακηρύσσω «κᾱρυξ ἀνέειπέ νιν» ο κήρυκας τον αναγόρευσε νικητή (Πίνδ.) 2. διακηρύσσω, προαναγγέλλω «τῷ ἀπειθοῡντι πάντα τὰ χαλεπὰ ἀνεῑπεν» διακήρυξε τι περιμένει όποιον… …   Dictionary of Greek

  • εισάγω — (AM εἰσάγω) 1. οδηγώ κάποιον μέσα («τόν εισήγαγε στην αίθουσα τού θρόνου», «μόνον δὲ σὺν τέκνοισι μ εἰσάγει δόμοις») 2. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο («εἰσάγω καθετήρα...») 3. (για εμπορεύματα) φέρνω από άλλη χώρα («εισάγει πρώτες ύλες»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»