-
1 είσαγ'
εἴσαγε, εἰσάγωlead in: pres imperat act 2nd sgεἴσαγε, εἰσάγωlead in: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 εἴσαγ'
εἴσαγε, εἰσάγωlead in: pres imperat act 2nd sgεἴσαγε, εἰσάγωlead in: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
3 εσαγ-
-
4 εισάγω
(αόρ. εισήγαγα) μκτ.1) вводить (внутрь — тж. лекарство); вносить; привносить; вставлять; вкладывать;εισάγω στρατεύματα στην πόλη — вводить войска в город;
εισάγω τό ξίφος στην θήκη μου — вкладывать саблю в ножны;
2) впускать; допускать;3) ввозить; импортировать; 4) представлять, рекомендовать; τον εισήγαγεν εις τον υπουργόν он представил его министру; 5) вносить на рассмотрение;νομοσχέδιο στη βουλή — вносить законопроект на рассмотрение парламента;6) юр. передавать, подавать (в суд); привлекать (к суду);εισάγω δίκη ( — или υπόθεση) στο δικαστήριο — передавать дело в суд;
7) вводить (новшества и т. п.); внедрять;εισάγω νέας μεθόδους — внедрить новые методы;
8) устраивать (в школу и т. п.); пометить (в больницу);εισάγομαι — быть принятым (в школу), быть помещённым (в больницу)
-
5 видимо
[βίντιμα] εισαγ. λέζ. όπως φαίνεται -
6 во-вторых
[βα-φταρύχ] εισαγ. λέξ. δεύτερον -
7 во-первых
[βα-πιέρβυχ] εισαγ. λέξ. (κατά) πρώτον -
8 значит
[ζνάτσιτ] εισαγ. λέξ. έτσι, ώστε -
9 конечно
[κανιέσνα] εισαγ. Щ. φυσικά, βέβαια, βεβαίως -
10 может быть
[μόζυτ μπύτ'] εισαγ. Χέξ. ίσως, πιθανόν, μπορεί -
11 несомненно
[νισαμνιέννα] εισαγ. λέζ. αναμφίβολα -
12 однако
[αντνάκα] εισαγ. λέξ. όμως, αλλά, και όμως -
13 однако
[αντνάκα] εισαγ. λέξ. όμως, αλλά, και όμως -
14 разумеется
[ραζουμέιτσα] εισαγ. λέξ. εννοείται -
15 словом
[σλόβαμ] εισαγ. λέ£ με λίγα λόγια -
16 собственно
[σόπστβιννα] εισαγ. λέξ. στην ουσία -
17 видимо
[βίντιμα] εισαγ. λεξ όπως φαίνεται -
18 во-вторых
[βα-φταρύχ] εισαγ. λέξ. δεύτερον -
19 во-первых
[βα-πιέρβυχ] εισαγ. λέξ. (κατά) πρώτον -
20 значит
[ζνάτσιτ] εισαγ. λέξ. έτσι, ώστε
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εἴσαγ' — εἴσαγε , εἰσάγω lead in pres imperat act 2nd sg εἴσαγε , εἰσάγω lead in imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαταστέριστος — ἀκαταστέριστος, ον (Α) [καταστερίζω] (ουρανός) τού οποίου οι αστερισμοί δεν έχουν καταταχθεί (Αχ. Τάτ., Εισαγ. 40) … Dictionary of Greek
ανείπον — ἀνεῑπον (Α) (χρησιμοποιείται ως αόρ. του αναγορεύω*) 1. αναγορεύω*, ανακηρύσσω «κᾱρυξ ἀνέειπέ νιν» ο κήρυκας τον αναγόρευσε νικητή (Πίνδ.) 2. διακηρύσσω, προαναγγέλλω «τῷ ἀπειθοῡντι πάντα τὰ χαλεπὰ ἀνεῑπεν» διακήρυξε τι περιμένει όποιον… … Dictionary of Greek
εισάγω — (AM εἰσάγω) 1. οδηγώ κάποιον μέσα («τόν εισήγαγε στην αίθουσα τού θρόνου», «μόνον δὲ σὺν τέκνοισι μ εἰσάγει δόμοις») 2. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο («εἰσάγω καθετήρα...») 3. (για εμπορεύματα) φέρνω από άλλη χώρα («εισάγει πρώτες ύλες»,… … Dictionary of Greek