-
1 εσαγ-
-
2 εισάγω
(αόρ. εισήγαγα) μκτ.1) вводить (внутрь — тж. лекарство); вносить; привносить; вставлять; вкладывать;εισάγω στρατεύματα στην πόλη — вводить войска в город;
εισάγω τό ξίφος στην θήκη μου — вкладывать саблю в ножны;
2) впускать; допускать;3) ввозить; импортировать; 4) представлять, рекомендовать; τον εισήγαγεν εις τον υπουργόν он представил его министру; 5) вносить на рассмотрение;νομοσχέδιο στη βουλή — вносить законопроект на рассмотрение парламента;6) юр. передавать, подавать (в суд); привлекать (к суду);εισάγω δίκη ( — или υπόθεση) στο δικαστήριο — передавать дело в суд;
7) вводить (новшества и т. п.); внедрять;εισάγω νέας μεθόδους — внедрить новые методы;
8) устраивать (в школу и т. п.); пометить (в больницу);εισάγομαι — быть принятым (в школу), быть помещённым (в больницу)
См. также в других словарях:
εἴσαγ' — εἴσαγε , εἰσάγω lead in pres imperat act 2nd sg εἴσαγε , εἰσάγω lead in imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαταστέριστος — ἀκαταστέριστος, ον (Α) [καταστερίζω] (ουρανός) τού οποίου οι αστερισμοί δεν έχουν καταταχθεί (Αχ. Τάτ., Εισαγ. 40) … Dictionary of Greek
ανείπον — ἀνεῑπον (Α) (χρησιμοποιείται ως αόρ. του αναγορεύω*) 1. αναγορεύω*, ανακηρύσσω «κᾱρυξ ἀνέειπέ νιν» ο κήρυκας τον αναγόρευσε νικητή (Πίνδ.) 2. διακηρύσσω, προαναγγέλλω «τῷ ἀπειθοῡντι πάντα τὰ χαλεπὰ ἀνεῑπεν» διακήρυξε τι περιμένει όποιον… … Dictionary of Greek
εισάγω — (AM εἰσάγω) 1. οδηγώ κάποιον μέσα («τόν εισήγαγε στην αίθουσα τού θρόνου», «μόνον δὲ σὺν τέκνοισι μ εἰσάγει δόμοις») 2. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο («εἰσάγω καθετήρα...») 3. (για εμπορεύματα) φέρνω από άλλη χώρα («εισάγει πρώτες ύλες»,… … Dictionary of Greek