-
41 εικονικήν
-
42 εἰκονικήν
-
43 iconicus
īconicus, a, um (εἰκονικός), nach dem Leben dargestellt = mit Porträtähnlichkeit u. in Lebensgröße, statua, Plin. 34, 16: simulacrum aureum, Suet. Cal. 22, 3: duces, Plin. 35, 57.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > iconicus
-
44 nominal
['nəminəl]1) (in name only, not in reality: He is only the nominal head of the firm.) κατ'όνομα,ονομαστικός2) (very small: He had to pay only a nominal fine.) συμβολικός,εικονικός -
45 наружный
επ.1. εξωτερικός•наружный вид дома η εξωτερική.όψη του σπιτιού•
-ая поверхность η εξωτερική επιφάνεια•
-ое лекарство φάρμακο εξωτερικής χρήσης.
2. μτφ. φαινομενικός, εικονικός, πλαστός προσποιητός•-ое спокойствие φαινομενική ηρεμία.
ουσ. ουδ. -ое φάρμακο εξωτερικής χρήσης. -
46 подставной
επ.τοποθετούμενος αποκάτω•ψεύτικος, βαλτός• εικονικός•подставной свидетель ψευδομάρτυρας•
-ое лицо εικονικό πρόσωπο.
|| (άπλ.) για αντικατάσταση (για άλογα). -
47 фальшивый
επ., βρ: -вив, -а-ο.1. πλαστός, κίβδηλος, ψεύτικος, κάλπικος•-ые документы πλαστά έγγραφα•
-ая монета κάλπικος παράς.
|| αφύσικος, φτιαχτός, τεχνητός, εικονικός.2. προσποιητός, υποκριτικός• ανειλικρινής•фальшивый характер υποκριτικός χαρακτήρας•
-ая улыбка ψεύτικο χαμόγελο.
3. παράφωνος•-ая нота παράφωνη νότα.
4. (ναυτ.) προσωρινός, πρόσκαιρος, ολιγόχρονος.εκφρ.фальшивый монетчик – παλ. βλ. фальшивомонетчик. -
48 фиктивный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноεικονικός, πλαστός-επινοητός. || ψεύτικος, κάλπικος. -
49 холостой
επ., βρ: холост-а.1. άγαμος, ανύπαντρος, εργένης, μπεκιάρης•холостой мужчина ο μπεκιάρης•
-ая жизнь εργέν ικη ζωή.
|| μόνος, μοναχός, αζευγάρωτος•холостой волк μονόλυκος•
-ая утка αζευγάρωτη πάπια.
2. βλ. холощный. || στείρος, στέρφος•-ая кобыла στείρα φοράδα.
|| (για φυτά)• άκαρπος.3. κενός•холостой ход λε ι-τουργεία στο κενό, χωρίς φόρτιση.
4. (στρατ.)-άσφαιρος• εικονικός•-ые патроны εικονικά φυσίγγια•
-ые снаряды εικονικά βλήματα.
5. παλ. • άδειος, κενός, ακατοίκητος•-ые постройки ακατοίκητα οικήματα.
-
50 παραδειγματικός
A consisting of or serving as a model or pattern,μουσική Ph.1.18
; opp. εἰκονικός, Dam.Pr.73: [comp] Comp.- ώτερος Procl.in Alc.p.38
C.; serving as examples,ἐπιχειρήματα Hermog. Inv.4.1
. Adv. - κῶς by means of examples, Arist.Metaph. 995a7, S.E. P.3.163, Sch.Iamb.Comm.Math.18, Dam.Pr. 270; opp. εἰκονικῶς, Procl.Inst. 195.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραδειγματικός
-
51 ἀνδριάς
A image of a man, statue, Pi.P.5.40, Hdt.1.183, 2.91, Ar. Pax 1183, Th. 1.134, etc.; ; ἀνδριάντ ας γράφειν paint statues, ib. 420c; esp. of portrait-statues,ἀ. εἰκονικός Plu.Lys.1
;ἀ. ὁλοσώματος IG12(7).240
([place name] Amorgos);ἀ. ἔφιππος SIG730.26
([place name] Olbia); of female figures, Ath.10.425f, etc.; of men, opp. ἀγάλματα of the gods, Gorg.Hel.18, Plb.21.29.9; rarely of gods, GDI 5421 ([place name] Delos): prov.,λάλος, οὐκ ἀ. Luc.Vit.Auct.3
;ἀπαθὴς ὡς ἀ. Arr.Epict.3.2.4
;ἀνδριάντος γυμνότερος D.Chr.34.3
: ironically, τὸν καλὸν ἀ., a mother's term of endearment, D.18.129; μακρὸν ἀ. παίζειν, a kind of game, Thphr.Char.27.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδριάς
-
52 εἰκών
εἰκών, - όνοςGrammatical information: f.Meaning: `representation, picture, resemblance'.Compounds: As 1. member a. o. in εἰκονολογία `speaking in pictures' (Pl.).Derivatives: Dimin. εἰκόνιον (hell.) and - ίδιον (late); εἰκονικός `picturing' (hell.), εἰκονώδης (gloss.). Denomin. verb ( ἐξ-)εἰκονίζω `imitate, describe in documents' (LXX, pap., Plu.; cf. Mayser Pap. 1: 3, 146) with εἰκόνισμα = εἰκών (S. Fr. 573; cf. Chantr. Form. 188), εἰκονισμός `picture, personal description' (pap., Plu.), εἰκονιστής name of an official, `registrator' (pap.).Origin: IE [Indo-European] [1129] *u̯eik- `resemble'Etymology: Formation in - ών (Chantraine 159f.), as agent noun directly to ἔοικα (s. v.) with the same vocalisation as in εἰκώς, - ός, εἴκελος. - On the innovation εἰκώ s. Schwyzer 479 n. 4.Page in Frisk: 1,454-455Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > εἰκών
-
53 sanal
φανταστικός, εικονικός, κυβερνο -
54 sözde
δήθεν, εικονικός -
55 sözümona
δήθεν, τάχα, εικονικός
См. также в других словарях:
εἰκονικός — representing a figure masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικονικός — ή, ό (AM εἰκονικός, ή, όν) ο φαινομενικός και όχι πραγματικός, πλαστός («εικονική πώληση») αρχ. μσν. αυτός που απεικονίζει τη μορφή κάποιου αρχ. αυτός που αναφέρεται σε εικόνες ή χρησιμοποιεί εικόνες («εἰκονικὴ φαντασία», «εἰκονικὸς διάκοσμος») … Dictionary of Greek
εικονικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εικόνα (βλ. λ. 5), που εκφράζεται με εικόνες: Ο Όμηρος μεταχειρίζεται συχνά εικονικές περιγραφές. 2. φαινομενικός, πλασματικός, ψεύτικος, όχι πραγματικός: Στα στρατιωτικά γυμνάσια υπάρχει εικονικός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰκονικά — εἰκονικός representing a figure neut nom/voc/acc pl εἰκονικά̱ , εἰκονικός representing a figure fem nom/voc/acc dual εἰκονικά̱ , εἰκονικός representing a figure fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκονικώτερον — εἰκονικός representing a figure adverbial comp εἰκονικός representing a figure masc acc comp sg εἰκονικός representing a figure neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκονικῶν — εἰκονικός representing a figure fem gen pl εἰκονικός representing a figure masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκονικόν — εἰκονικός representing a figure masc acc sg εἰκονικός representing a figure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκονικοῖς — εἰκονικός representing a figure masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκονικοῦ — εἰκονικός representing a figure masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκονικούς — εἰκονικός representing a figure masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκονικῆς — εἰκονικός representing a figure fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)