-
1 εγωϊστής
ο, εγωΐστρια η1) эгоист, -ка; себялюбец; 2) самонадеянный, высокомерный человек -
2 εγωιστής
selfishΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εγωιστής
-
3 эгоист
-
4 эгоист
ο εγωιστήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > эгоист
-
5 себялюбивый
себялюбивыйярил. φίλαυτος, ἐγωιστής. -
6 эгойст
эго||йстм ὁ ἐγωιστής. -
7 egoist
-
8 selfish
adjective ((negative unselfish) thinking of one's own pleasure or good and not considering other people: a selfish person/attitude.) εγωιστής,εγωιστικός -
9 себялюбивый
[σιμπγιαλγιουμπίβυΤ] εκ. εγωιστής, φίλαυτος -
10 эгоист
[εγκαίστ] ουσ. α. εγωιστής -
11 себялюбивый
[σιμπγιαλγιουμπίβυΤ] επ εγωιστής, φίλαυτος -
12 эгоист
[εγκαίστ] ουσ α εγωιστής -
13 амбициозный
επ., βρ: -зен, -зна, -зноπαλ. εγωιστής• περήφανος• κομπορρήμων, αλαζονικός. -
14 самолюбец
-бца α. φίλαυτος, εγωιστής. -
15 себялюбец
-бца α. φίλαυτος, εγωιστής, αсебялюбец τομικιστής. -
16 себялюбивый
επ., βρ: -бив, -а, -оφίλαυτος, εγωιστής, ιδιοτελής. -
17 эгоист
-а α.-ка, -и θ.εγωιστής, -τρία. -
18 bencilleşmek
γίνομαι εγωιστής -
19 bireyci
αταμικιστής, ατομιστής, εγωιστής -
20 selfish
1) εγωιστής2) ιδιοτελής
См. также в других словарях:
εγωιστής — ο εγωίστρια, η εγωιστούδικο, το αυτός που φροντίζει μόνο για το προσωπικό του όφελος, αδιαφορώντας για τους άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου. (πρβλ. γαλλ. egoiste < λατ. ego)] … Dictionary of Greek
εγωιστής — ο θηλ. ίστρια που φροντίζει αποκλειστικά για τον εαυτό του και τα συμφέροντά του και αδιαφορεί για τους άλλους, εγωλάτρης, φίλαυτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατομικιστής — ο (θηλ. στρια) 1. αυτός που ενδιαφέρεται και φροντίζει μόνο για τον εαυτό του, εγωιστής 2. (φιλοσ.) ο οπαδός του ατομικισμού … Dictionary of Greek
εγωμανής — ές ο υπερβολικά εγωιστής … Dictionary of Greek
επιπολάζω — (AM ἐπιπολάζω) [επιπολής] παραμένω στην επιφάνεια ενός υγρού («οἱ ἐγχέλεις οὐκ ἐπιπολάζουσιν οὐδὲ φέρονται ἄνω», Αριστοτ.) αρχ. 1. (ειδ.) (για τροφή) μένω άπεπτος στο στομάχι 2. (για πτηνά) πετώ ψηλά 3. (για πρόσ.) βρίσκομαι στην κορυφή,… … Dictionary of Greek
ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… … Dictionary of Greek
στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek
φίλαυτος — η, ο / φίλαυτος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά υπερβολικά τον εαυτό του, υπέρμετρα εγωιστής («ὁ ἑαυτὸν δῆθεν φιλῶν καὶ πάντα πράττων ἑαυτοῡ χάριν», Φώτ.) αρχ. 1. (με θετ. σημ.) αυτός που αγαπά τον εαυτό του 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φίλαυτον η φιλαυτία.… … Dictionary of Greek
Μέρεντιθ, Τζορτζ — (George Meredith, Πόρτσμουθ 1828 – Μποξ Χιλ, Σάρεϊ 1909). Άγγλος ποιητής και μυθιστοριογράφος. Καταγόταν από ευγενική, αλλά μεσοαστική οικογένεια. Σπούδασε στη Γερμανία, όπου το κλίμα που προηγήθηκε της επανάστασης του 1848 είχε αποφασιστική… … Dictionary of Greek
Πίτι — (Pitti). Παλαιά επιφανής οικογένεια της Φλωρεντίας, αντίπαλος των Μεδίκων (12ος 16ος αι.). 1. Θωμάς. Τραπεζίτης. Ήταν φίλος και δανειστής του δούκα της Αθήνας Νέριου Ατζαγιόλι B΄, o οποίος εκπλήρωσε τελικά τις οφειλές του παραχωρώντας στον Θωμά… … Dictionary of Greek
Σμίθ, Άνταμ — (Smith). Σκότος οικονομολόγος και φιλόλογος (Κέρκαλντυ Φάιφσαϊρ 1723 Εδιμβούργο 1790). Καθηγητής της λογικής κι έπειτα της λογικής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, δημοσίευσε το 1759 τη θεωρία των ηθικών αισθημάτων, σύστημα ηθικής όπου… … Dictionary of Greek