-
1 εγκληματίας
-
2 εγκληματίας
[еглиматиас] ονσ. а. преступникΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εγκληματίας
-
3 εγκληματίας
[еглиматиас] ονσ. а. преступник. -
4 εγκληματίας
délinquant -
5 εγκληματίας
1) delikwent (m) rzecz.2) przestępca (m) rzecz. -
6 εγκληματίας
1) delikvent2) provinilec -
7 εγκληματίας
1) criminal2) delinquentΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εγκληματίας
-
8 délinquant
εγκληματίας -
9 delikvent
εγκληματίας -
10 provinilec
εγκληματίας -
11 delinquent
εγκληματίας -
12 delikwent
εγκληματίας -
13 преступник
преступник м о εγκληματίας* военный \преступник о εγκληματίας πολέμου* * *мο εγκληματίαςвое́нный престу́пник — ο εγκληματίας πολέμου
-
14 преступник
престу́пн||икм ὁ ἐγκληματίας, κακούργος:военный \преступник ὁ ἐγκληματίας πολέμου· уголовный \преступник ὁ κοινός ἐγκληματίας. -
15 преступник
-а α.-ца, -ы θ.εγκληματίας•преступник военный преступник εγκληματίας πολέμου•
уголовный преступник κοινός εγκληματίας.
-
16 преступник
ο εγκληματίας, ο κακούργος-ца η εγκληματίας, η κακούργαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > преступник
-
17 уголовный
уголовный ποινικός, εγκληματικός· \уголовный преступник о εγκληματίας* * *ποινικός, εγκληματικόςуголо́вный престу́пник — ο εγκληματίας
-
18 рецидивист
рецидивистм ὁ ἐγκληματίας καθ' ὑποτροπήν, ὁ ἐγκληματίας ἐξ ὑποτροπής. -
19 уголовный
юр. ποινικός, εγκληματικός. - кодекс - κώδικαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уголовный
-
20 государственный
государственн||ыйприл κρατικός, δημόσιος:\государственныйый строй τό κρατικό σύστημα, τό πολίτευμα· \государственныйые границы τά κρατικά σύνορα· \государственныйый банк ἡ κρατική τράπεζα· \государственныйый язык ἡ ἐπίσημη γλώσσα τοῦ κράτους· \государственныйый флаг ἡ σημαία τοῦ κράτους· \государственныйый служащий ὁ δημόσιος ὑπάλληλος· \государственныйая измена ἡ ἐσχατη προδοσία· \государственныйый престу́пник ὁ ἐγκληματίας κατά τοῦ κράτους· \государственныйое право τό δημόσιο δίκαιο· \государственныйый деятель ὁ κρατικός παράγοντας· \государственныйый переворот τό πραξικόπημα· \государственныйый экзамен οἱ κρατικές ἐξετάσεις.
См. также в других словарях:
εγκληματίας — ο αυτός που διέπραξε έγκλημα, ο κακούργος … Dictionary of Greek
εγκληματίας — ο 1. αυτός που έκανε έγκλημα. 2. άνθρωπος ικανός να κάνει έγκλημα: Είναι τύπος εγκληματία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… … Dictionary of Greek
εγκληματολογία — Επιστημονικός κλάδος, ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη του εγκλήματος, την πρόληψή του, την αντίδραση της κοινωνίας σε αυτό, ενώ παράλληλα εξετάζει τα περιβαλλοντολογικά ή ψυχολογικά αίτιά του. Η ε. ιδιοποιείται τις μεθόδους πολλών άλλων… … Dictionary of Greek
εγκληματολογική ανθρωπολογία — Η μελέτη των σωματικών και κληρονομικών αλλοιώσεων που παρουσιάζει ο άνθρωπος ως εγκληματίας. Έρεισμα για τη δημιουργία της στάθηκε η καθ’ όλα αντιεπιστημονική και ξεπερασμένη πλέον άποψη του Λομπρόζο, για τον οποίο η εγκληματικότητα αποτελεί… … Dictionary of Greek
Λομπρόζο, Τσέζαρε — (Cesare Lombroso, Βερόνα 1835 – Τορίνο 1909). Ιταλός εγκληματολόγος. Εμπνεόμενος από τις θετικιστικές θεωρίες, ο Λ. κατέληξε στην υπόθεση ότι ο εγκληματίας είναι ένας αταβιστικά φρενοβλαβής και ακριβέστερα ένας ιδιαίτερος ανθρωπολογικός τύπος.… … Dictionary of Greek
αλητεία — Η άσκοπη περιπλάνησηη τυχοδιωκτική ζωή, η αγυρτεία. Στην κατάσταση αυτή περιέρχονται οι άνθρωποι εκείνοι που δεν έχουν στέγη, στερούνται τα μέσα της συντήρησής τους και περιφέρονται χωρίς σκοπό. Στον Μεσαίωνα μια μορφή αλητείας ήταν τα τάγματα… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
εγκληματικός — ή, ό (AM ἐγκληματικός, ή, ό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έγκλημα νεοελλ. αυτός που μπορεί να χαρακτηριστεί ως έγκλημα («εγκληματική αδιαφορία») μσν. 1. ως επίθ. ποινικός 2. ως ουσ. εγκληματίας αρχ. αυτός που έχει κλίση προς την κατηγορία,… … Dictionary of Greek
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek
θησειότριψ — θησειότριψ, ὁ (Α) αυτός που έχει καταφύγει και διαμένει στο Θησείο, δραπέτης δούλος ή εγκληματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θησείον + τριψ (< τρίβω «περνώ τον καιρό μου»), πρβλ. αστύ τριψ, οικό τριψ] … Dictionary of Greek