-
41 злодей
-я α.κακοποιός. || κακούργος, εγκληματίας. || παλ. θεατρικός ρόλος κακοποιού. -
42 злоумышленник
-а α.-ца, -ы θ. παλ. κακούργος• κακοποιός, εγκληματίας. -
43 политический
επ.πολιτικός•политический режим πολιτικό καθεστώς•
политический строй, -ая система πολιτικό σύστημα•
политический деятель πολιτικός παράγοντας•
-ая борьба πολιτικός αγώνας, πολιτική διαμάχη•
-ие события πολιτικά γεγονότα•
-ие партии πολιτικά κόμματα•
политический преступник πολιτικός εγκληματίας•
-ие права πολιτικά δικαιώματα•
-ая экономия πολιτική οικονομία (επιστήμη).
-
44 преступный
επ., βρ: -пш, -пна, -пно. εγκληματικός•преступный человек εγκληματίας•
преступный план εγκληματικό σχέδιο•
-ая мысль εγκληματική σκέψη.
-
45 рецидивист
-а α.-ка, -и θ.ο εξ υποτροπής εγκληματίας. -
46 скрыть
скрою, скроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скрытый, βρ: скрыт, -а, -оρ.σ.μ.1. κρύβω• καλύπτω, σκεπάζω•тучи -ли солнце τα σύννεφα έκρυψαν τον ήλιο•
скрыть своё волнение κρύβω την ταραχή μου•
скрыть свою радость κρύβω τη χαρά μου.
2. κρατώ μυστικό (από κάποιον).3. εμπεριέχω• ενυπάρχω.κρύβομαι, σκεπάζομαι, καλύπτομαι•скрыть в кустах κρύβομαι στους θάμνους•
преступник смог скрыть ο εγκληματίας μπόρεσε και κρύφτηκε.
|| εξαφανίζομαι, δραπετεύω•Наполеон -лся с острова Эльбы о Ναπολέων δραπέτευσε από το νησί Ελβα.
|| μτφ. παραμένω απαρατήρητος, καλυμμένος. -
47 убийца
-ы α. κ. θ. φονιάς• εγκληματίας• δολοφόνος•намный убийца πουλημένος δολοφόνος.
-
48 уголовник
-а α.-ца, -ы θ.1. κατάδικος, -η, εγκληματίας.2. δικαστικός ή νομικός ειδικός για τα κακουργήματα• κακουργοδίκης. -
49 уголовный
επ.1. εγκληματικός•уголовный преступник εγκληματίας• κατάδικος.
2. ουσ. α., θ. -ая βλ. уголовник, -ца (1 σημ.).3. ποινικός•уголовный кодекс ποινικός κώδικας•
-ое преследование ποινική δίωξη•
-ая социология κοινωνιολογία του εγκλήματος•
-ое следствие ανάκριση για έγκλημα.
|| εγκληματικού περιεχομένου•уголовный роман εγκληματικό μυθιστόρημα.
-
50 criminal
1) εγκληματίας2) εγκληματικός -
51 przestępca
1) εγκληματίας2) ένοχος
См. также в других словарях:
εγκληματίας — ο αυτός που διέπραξε έγκλημα, ο κακούργος … Dictionary of Greek
εγκληματίας — ο 1. αυτός που έκανε έγκλημα. 2. άνθρωπος ικανός να κάνει έγκλημα: Είναι τύπος εγκληματία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… … Dictionary of Greek
εγκληματολογία — Επιστημονικός κλάδος, ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη του εγκλήματος, την πρόληψή του, την αντίδραση της κοινωνίας σε αυτό, ενώ παράλληλα εξετάζει τα περιβαλλοντολογικά ή ψυχολογικά αίτιά του. Η ε. ιδιοποιείται τις μεθόδους πολλών άλλων… … Dictionary of Greek
εγκληματολογική ανθρωπολογία — Η μελέτη των σωματικών και κληρονομικών αλλοιώσεων που παρουσιάζει ο άνθρωπος ως εγκληματίας. Έρεισμα για τη δημιουργία της στάθηκε η καθ’ όλα αντιεπιστημονική και ξεπερασμένη πλέον άποψη του Λομπρόζο, για τον οποίο η εγκληματικότητα αποτελεί… … Dictionary of Greek
Λομπρόζο, Τσέζαρε — (Cesare Lombroso, Βερόνα 1835 – Τορίνο 1909). Ιταλός εγκληματολόγος. Εμπνεόμενος από τις θετικιστικές θεωρίες, ο Λ. κατέληξε στην υπόθεση ότι ο εγκληματίας είναι ένας αταβιστικά φρενοβλαβής και ακριβέστερα ένας ιδιαίτερος ανθρωπολογικός τύπος.… … Dictionary of Greek
αλητεία — Η άσκοπη περιπλάνησηη τυχοδιωκτική ζωή, η αγυρτεία. Στην κατάσταση αυτή περιέρχονται οι άνθρωποι εκείνοι που δεν έχουν στέγη, στερούνται τα μέσα της συντήρησής τους και περιφέρονται χωρίς σκοπό. Στον Μεσαίωνα μια μορφή αλητείας ήταν τα τάγματα… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
εγκληματικός — ή, ό (AM ἐγκληματικός, ή, ό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έγκλημα νεοελλ. αυτός που μπορεί να χαρακτηριστεί ως έγκλημα («εγκληματική αδιαφορία») μσν. 1. ως επίθ. ποινικός 2. ως ουσ. εγκληματίας αρχ. αυτός που έχει κλίση προς την κατηγορία,… … Dictionary of Greek
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek
θησειότριψ — θησειότριψ, ὁ (Α) αυτός που έχει καταφύγει και διαμένει στο Θησείο, δραπέτης δούλος ή εγκληματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θησείον + τριψ (< τρίβω «περνώ τον καιρό μου»), πρβλ. αστύ τριψ, οικό τριψ] … Dictionary of Greek